τρυγῳδός: Difference between revisions
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=trygōdos | |Transliteration B=trygōdos | ||
|Transliteration C=trygodos | |Transliteration C=trygodos | ||
|Beta Code=trugw&# | |Beta Code=trugw|do/s | ||
|Definition=ὁ, (τρύξ, ᾠδή) prop. | |Definition=ὁ, ([[τρύξ]], [[ᾠδή]]) prop. [[must-singer]] or [[lees-singer]], = [[κωμῳδός]], Ar.''V.''650 (anap.), 1537; v. [[τρυγῳδία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[chanteur de comédies]], [[poète comique]].<br />'''Étymologie:''' [[τρύξ]], [[ᾠδή]], avec jeu de mot sur [[τραγῳδός]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρυγῳδός -οῦ, ὁ [[[τρύξ]], [[ᾠδή]]] [[lid van komediekoor]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, eigtl. <i>Most-, [[Hefensänger]]</i> (also von [[τρύξ]]), [[ältere]] [[Benennung]] für [[κωμῳδός]], [[entweder]] weil die [[Sänger]] ihr [[Gesicht]], um es [[lächerlich]] und [[unkenntlich]] zu [[machen]], mit [[Hefen]] [[bestrichen]], wie Hor. <i>art. poet</i>. 275 annimmt, oder weil der [[Sieger]] Most als [[Belohnung]] empfing (<i>Schol. Ar. Ach</i>. 473); nach Andern Weinlesensänger (also dann von [[τρύγη]]); Ar. <i>Vesp</i>. 650, 1534. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῠγῳδός:''' ὁ Arph. = [[κωμῳδός]] (т. к. комедийные представления были связаны со сбором винограда или потому, что их участники мазали себе лица винным отстоем; ср. Hor. Ars Poet. 277: peruncti faecibus [[ora]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγῳδός''': ([[τρύξ]], ᾠδὴ) [[κυρίως]] ὁ τὸ [[γλεῦκος]] ἢ τὴν τρύγα ᾄδων, τὸ ἀρχαιότερον ἀλλ’ ἧττον ἔντιμον [[ὄνομα]] ἀντὶ [[κωμῳδός]], Ἀριστοφ. Σφ. 650. 1537· ἢ [[διότι]] οἱ ᾄδοντες ἤλειφον τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα διὰ τρυγὸς ἐπὶ τὸ γελοιότερον (peruncti faecibus ora, Hor. Α. Ρ. 277), ἢ [[διότι]] ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[γλεῦκος]], Σουΐδ.· ἢ [[διότι]] ἡ [[κωμῳδία]] ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ᾀσμάτων, ᾀδομένων κατὰ τὸν τρυγητὸν (κατὰ τὸν τῆς τρύγης καιρόν), Ἀθήν. 40Β· - [[τρυγῳδός]], [[τρυγῳδία]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[κωμῳδός]], [[κωμῳδία]]· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἀντὶ [[τραγῳδός]], [[τραγῳδία]], εἰμὴ σκωπτικῶς, ἴδε Βεντλ. Φάλαρ. σ. 296. | |lstext='''τρῠγῳδός''': ([[τρύξ]], ᾠδὴ) [[κυρίως]] ὁ τὸ [[γλεῦκος]] ἢ τὴν τρύγα ᾄδων, τὸ ἀρχαιότερον ἀλλ’ ἧττον ἔντιμον [[ὄνομα]] ἀντὶ [[κωμῳδός]], Ἀριστοφ. Σφ. 650. 1537· ἢ [[διότι]] οἱ ᾄδοντες ἤλειφον τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα διὰ τρυγὸς ἐπὶ τὸ γελοιότερον (peruncti faecibus ora, Hor. Α. Ρ. 277), ἢ [[διότι]] ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[γλεῦκος]], Σουΐδ.· ἢ [[διότι]] ἡ [[κωμῳδία]] ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ᾀσμάτων, ᾀδομένων κατὰ τὸν τρυγητὸν (κατὰ τὸν τῆς τρύγης καιρόν), Ἀθήν. 40Β· - [[τρυγῳδός]], [[τρυγῳδία]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[κωμῳδός]], [[κωμῳδία]]· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἀντὶ [[τραγῳδός]], [[τραγῳδία]], εἰμὴ σκωπτικῶς, ἴδε Βεντλ. Φάλαρ. σ. 296. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που τραγουδά για τον μούστο ή για το καινούργιο [[κρασί]] αλείφοντας το πρόσωπό του με [[τρυγία]] ή παίρνοντας ως [[βραβείο]] μούστο, ο [[κωμωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τον τ. [[τρύξ]], <i>τρυγός</i>, [[κατά]] το [[τραγῳδός]], για να δηλώσει τον ποιητή της κωμωδίας (<b>βλ.</b> και λ. [[τρυγῳδία]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῠγῳδός:''' ὁ ([[τρύξ]], [[ᾠδή]]), αυτός που τραγουδάει τον τρύγο, = [[κωμῳδός]], [[γιατί]] οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπά τους με τρύγο (peruncti faecibus [[ora]], του Ορατ.), σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρῠγ-ῳδός, οῦ, ὁ, [[τρύξ]], ᾠδή]<br />a [[lees]]-[[singer]], = [[κωμῳδός]], [[because]] the singers smeared [[their]] [[faces]] with [[lees]] (peruncti faecibus ora, Hor.), Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (τρύξ, ᾠδή) prop. must-singer or lees-singer, = κωμῳδός, Ar.V.650 (anap.), 1537; v. τρυγῳδία.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chanteur de comédies, poète comique.
Étymologie: τρύξ, ᾠδή, avec jeu de mot sur τραγῳδός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυγῳδός -οῦ, ὁ [τρύξ, ᾠδή] lid van komediekoor.
German (Pape)
ὁ, eigtl. Most-, Hefensänger (also von τρύξ), ältere Benennung für κωμῳδός, entweder weil die Sänger ihr Gesicht, um es lächerlich und unkenntlich zu machen, mit Hefen bestrichen, wie Hor. art. poet. 275 annimmt, oder weil der Sieger Most als Belohnung empfing (Schol. Ar. Ach. 473); nach Andern Weinlesensänger (also dann von τρύγη); Ar. Vesp. 650, 1534.
Russian (Dvoretsky)
τρῠγῳδός: ὁ Arph. = κωμῳδός (т. к. комедийные представления были связаны со сбором винограда или потому, что их участники мазали себе лица винным отстоем; ср. Hor. Ars Poet. 277: peruncti faecibus ora).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγῳδός: (τρύξ, ᾠδὴ) κυρίως ὁ τὸ γλεῦκος ἢ τὴν τρύγα ᾄδων, τὸ ἀρχαιότερον ἀλλ’ ἧττον ἔντιμον ὄνομα ἀντὶ κωμῳδός, Ἀριστοφ. Σφ. 650. 1537· ἢ διότι οἱ ᾄδοντες ἤλειφον τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα διὰ τρυγὸς ἐπὶ τὸ γελοιότερον (peruncti faecibus ora, Hor. Α. Ρ. 277), ἢ διότι ὡς βραβεῖον ἐδίδετο γλεῦκος, Σουΐδ.· ἢ διότι ἡ κωμῳδία ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ᾀσμάτων, ᾀδομένων κατὰ τὸν τρυγητὸν (κατὰ τὸν τῆς τρύγης καιρόν), Ἀθήν. 40Β· - τρυγῳδός, τρυγῳδία εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ κωμῳδός, κωμῳδία· ἀλλ’ οὐδέποτε ἀντὶ τραγῳδός, τραγῳδία, εἰμὴ σκωπτικῶς, ἴδε Βεντλ. Φάλαρ. σ. 296.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στον Αριστοφ.) αυτός που τραγουδά για τον μούστο ή για το καινούργιο κρασί αλείφοντας το πρόσωπό του με τρυγία ή παίρνοντας ως βραβείο μούστο, ο κωμωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τον τ. τρύξ, τρυγός, κατά το τραγῳδός, για να δηλώσει τον ποιητή της κωμωδίας (βλ. και λ. τρυγῳδία)].
Greek Monotonic
τρῠγῳδός: ὁ (τρύξ, ᾠδή), αυτός που τραγουδάει τον τρύγο, = κωμῳδός, γιατί οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπά τους με τρύγο (peruncti faecibus ora, του Ορατ.), σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τρῠγ-ῳδός, οῦ, ὁ, τρύξ, ᾠδή]
a lees-singer, = κωμῳδός, because the singers smeared their faces with lees (peruncti faecibus ora, Hor.), Ar.