συγκατακτείνω: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatakteino
|Transliteration C=sygkatakteino
|Beta Code=sugkataktei/nw
|Beta Code=sugkataktei/nw
|Definition=[[slay together]], aor. 2 part., συγκατακτὰς . . βοτὰ καὶ βοτῆρας <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>230</span> (lyr.); but -έκτᾰνον <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> 1089</span>.
|Definition=[[slay together]], aor. 2 part., συγκατακτὰς.. βοτὰ καὶ βοτῆρας [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''230 (lyr.); but -έκτᾰνον E.''Or.'' 1089.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγ-κατακτείνω samen of tegelijk doden, met acc.; abs.
|elnltext=συγ-κατακτείνω samen of tegelijk doden, met acc.; abs.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατακτείνω:''' αόρ. βʹ <i>-κατέκτᾰνον</i>, ανώμ. μτχ. -[[κατακτάς]]· [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]] μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''συγκατακτείνω:''' αόρ. βʹ <i>-κατέκτᾰνον</i>, ανώμ. μτχ. -[[κατακτάς]]· [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]] μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακτείνω Medium diacritics: συγκατακτείνω Low diacritics: συγκατακτείνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synkatakteínō Transliteration B: synkatakteinō Transliteration C: sygkatakteino Beta Code: sugkataktei/nw

English (LSJ)

slay together, aor. 2 part., συγκατακτὰς.. βοτὰ καὶ βοτῆρας S.Aj.230 (lyr.); but -έκτᾰνον E.Or. 1089.

German (Pape)

[Seite 965] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.

French (Bailly abrégé)

tuer avec, massacrer.
Étymologie: σύν, κατακτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατακτείνω samen of tegelijk doden, met acc.; abs.

Russian (Dvoretsky)

συγκατακτείνω: (part. aor. 2 ξυγκατακτάς; aor. 2 ξυγκατέκτανον) убивать вместе или в то же время (βοτὰ καὶ βοτῆρας Soph.).

Greek Monolingual

Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

συγκατακτείνω: αόρ. βʹ -κατέκτᾰνον, ανώμ. μτχ. -κατακτάς· σκοτώνω, σφαγιάζω μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακτείνω: κτείνω, φονεύω ὁμοῦ, μετοχ. ἀορ. β΄, ξυγκατακτάς... βοτὰ καὶ βοτῆρας Σοφ. Αἴ. 230· ἀλλὰ -έκτανον Εὐρ. Ὀρ. 1089.

Middle Liddell

aor2 -κατέκτᾰνον irr. part. -κατακτάς
to slay together, Soph., Eur.