θεμιστεῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=themisteios
|Transliteration C=themisteios
|Beta Code=qemistei=os
|Beta Code=qemistei=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of law and right</b>, <b class="b3">θ. σκᾶπτον</b> the sceptre <b class="b2">of righteous judgement</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 1.12</span>.</span>
|Definition=α, ον, [[of law and right]], <b class="b3">θ. σκᾶπτον</b> the sceptre [[of righteous judgement]], Pi.''O.'' 1.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] gesetzlich, gerecht, [[σκᾶπτον]] Pind. Ol. 1, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] gesetzlich, gerecht, [[σκᾶπτον]] Pind. Ol. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[qui rend la justice]].<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεμιστεῖος:''' [[воздающий по закону]], [[действующий по справедливости]] ([[σκᾶπτον]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμιστεῖος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὸν νόμον, θ. [[σκᾶπτον]], τὸ [[σκῆπτρον]] τῆς δικαίας κρίσεως, τὸ παρέχον τὴν δικαιοσύνην = [[θέμις]], Πίνδ. Ο. 1. 18.
|lstext='''θεμιστεῖος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὸν νόμον, θ. [[σκᾶπτον]], τὸ [[σκῆπτρον]] τῆς δικαίας κρίσεως, τὸ παρέχον τὴν δικαιοσύνην = [[θέμις]], Πίνδ. Ο. 1. 18.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui rend la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θεμιστεῑος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[divine]] [[right]] ([[Ἱέρων]]) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει [[σκᾶπτον]] (O. 1.12)
|sltr=<b>θεμιστεῖος</b> of [[divine]] [[right]] ([[Ἱέρων]]) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει [[σκᾶπτον]] (O. 1.12)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμιστεῖος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νόμιμος]], [[δίκαιος]] («θεμιστεῖον [[σκᾶπτον]]» — το [[σκήπτρο]] της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θεμιστεία]]<br />[[μαντεία]], [[προφητεία]], [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) (γεν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>οικ</i>-<i>είος</i>, <i>ρυμ</i>-<i>είος</i>].
|mltxt=[[θεμιστεῖος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νόμιμος]], [[δίκαιος]] («θεμιστεῖον [[σκᾶπτον]]» — το [[σκήπτρο]] της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θεμιστεία]]<br />[[μαντεία]], [[προφητεία]], [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) (γεν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είος</i>, [[πρβλ]]. [[οικείος]], [[ρυμείος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεμιστεῖος:''' -α, -ον ([[θέμις]]), αυτός που ανήκει στη [[δικαιοσύνη]] και το νόμο· θεμιστεῖον [[σκᾶπτον]], το [[σκήπτρο]] της δίκαιης κρίσης, σε Πίνδ.
|lsmtext='''θεμιστεῖος:''' -α, -ον ([[θέμις]]), αυτός που ανήκει στη [[δικαιοσύνη]] και το νόμο· θεμιστεῖον [[σκᾶπτον]], το [[σκήπτρο]] της δίκαιης κρίσης, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θεμιστεῖος]], η, ον [[θέμις]]<br />of law and [[right]], θ. [[σκᾶπτον]] the [[sceptre]] of [[righteous]] [[judgment]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστεῖος Medium diacritics: θεμιστεῖος Low diacritics: θεμιστείος Capitals: ΘΕΜΙΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: themisteîos Transliteration B: themisteios Transliteration C: themisteios Beta Code: qemistei=os

English (LSJ)

α, ον, of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgement, Pi.O. 1.12.

German (Pape)

[Seite 1194] gesetzlich, gerecht, σκᾶπτον Pind. Ol. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui rend la justice.
Étymologie: θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστεῖος: воздающий по закону, действующий по справедливости (σκᾶπτον Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὸν νόμον, θ. σκᾶπτον, τὸ σκῆπτρον τῆς δικαίας κρίσεως, τὸ παρέχον τὴν δικαιοσύνην = θέμις, Πίνδ. Ο. 1. 18.

English (Slater)

θεμιστεῖος of divine right (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (O. 1.12)

Greek Monolingual

θεμιστεῖος, -ία, -ον (Α)
1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» — το σκήπτρο της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία
μαντεία, προφητεία, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ-ος) + κατάλ. -είος, πρβλ. οικείος, ρυμείος].

Greek Monotonic

θεμιστεῖος: -α, -ον (θέμις), αυτός που ανήκει στη δικαιοσύνη και το νόμο· θεμιστεῖον σκᾶπτον, το σκήπτρο της δίκαιης κρίσης, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θεμιστεῖος, η, ον θέμις
of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgment, Pind.