τρικόρωνος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trikoronos | |Transliteration C=trikoronos | ||
|Beta Code=triko/rwnos | |Beta Code=triko/rwnos | ||
|Definition= | |Definition=τρικόρωνον, [[thrice a crow's age]], AP11.69 (Lucill.), Alciphr.1.28, ''AP''5.288 (Agath.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui vit trois fois l'âge d'une corneille]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κορώνη]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>drei [[Krähen]] alt, so alt wie drei [[Krähen]]</i>, d.i. <i>sehr alt</i>; [[γραῦς]] Agath. 7 (V.289); Lucill. 32 (XI.69); vgl. Alciphr. 1.28. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐκόρωνος:''' проживший три вороньих века, т. е. очень старый ([[γραῦς]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐκόρωνος''': -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ [[τρίκουρος]]. | |lstext='''τρῐκόρωνος''': -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ [[τρίκουρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ [[γέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόρωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] «[[κουρούνα]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ [[γέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόρωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] «[[κουρούνα]]»), [[πρβλ]]. [[τετραχόρωνος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρωνος, ον, [[κορώνη]]<br />[[thrice]] a [[crow]]'s age, Anth. | |mdlsjtxt=τρῐ-κόρωνος, ον, [[κορώνη]]<br />[[thrice]] a [[crow]]'s age, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
τρικόρωνον, thrice a crow's age, AP11.69 (Lucill.), Alciphr.1.28, AP5.288 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit trois fois l'âge d'une corneille.
Étymologie: τρεῖς, κορώνη.
German (Pape)
drei Krähen alt, so alt wie drei Krähen, d.i. sehr alt; γραῦς Agath. 7 (V.289); Lucill. 32 (XI.69); vgl. Alciphr. 1.28.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκόρωνος: проживший три вороньих века, т. е. очень старый (γραῦς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόρωνος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ τρίκουρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετραχόρωνος].
Greek Monotonic
τρῐκόρωνος: -ον (κορώνη), αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. πολύ γέρος, σε Ανθ.