σαλάκων: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=salakon
|Transliteration C=salakon
|Beta Code=sala/kwn
|Beta Code=sala/kwn
|Definition=[<b class="b3">λᾰ], ωνος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pretentious person</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1391a3</span>, <span class="bibl"><span class="title">EE</span> 1221a35</span>, <span class="bibl"><span class="title">MM</span>1192b2</span>.</span>
|Definition=[λᾰ], ωνος, ὁ, [[pretentious person]], Arist.''Rh.''1391a3, ''EE'' 1221a35, ''MM''1192b2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ωνος, ὁ, ein Mensch, der sich hoffährtig geberdet, der sich in üppiger Prunkliebe mit seinem Vermögen brüstet und überall groß thut, schwelgerischen Aufwand macht, der Großprahler, Aufschneider; Arist. rhet. 2, 16 eth. eud. 2, 3; Theophr.; VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 1169.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ωνος, ὁ, ein Mensch, der sich hoffährtig geberdet, der sich in üppiger Prunkliebe mit seinem Vermögen brüstet und überall groß thut, schwelgerischen Aufwand macht, der Großprahler, Aufschneider; Arist. rhet. 2, 16 eth. eud. 2, 3; Theophr.; VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 1169.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />qui remue les hanches en marchant ; qui se donne de grands airs, fastueux, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαλεύω]], [[σαυλόομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σαλάκων -ωνος, ὁ [σάλος] [[opschepper]].
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰλάκων:''' ωνος ὁ [[чванный болтун]], [[хвастун]] Arst.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />[[ματαιόδοξος]], ξυπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάλαξ]], -<i>ακος</i> «[[κόσκινο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[γάστρων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰλάκων:''' -ωνος, ὁ, [[λέξη]] αμφίβ. προέλ.· [[αλαζόνας]], [[κομπορρήμων]], [[ματαιόδοξος]], ξιπασμένος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰλάκων''': -ωνος, ὁ, [[λέξις]] ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] σᾰλᾰκωνεία, ἡ, [[ματαιοφροσύνη]], [[ἀλαζονεία]], Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ [[διασαλακωνίζω]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σαυλοπρωκτιάω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.
|lstext='''σᾰλάκων''': -ωνος, ὁ, [[λέξις]] ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] σᾰλᾰκωνεία, ἡ, [[ματαιοφροσύνη]], [[ἀλαζονεία]], Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ [[διασαλακωνίζω]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, μετὰ παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σαυλοπρωκτιάω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σᾰλάκων, ωνος, ὁ,<br />a [[word]] of [[uncertain]] [[origin]], denoting a swaggerer, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰλάκων Medium diacritics: σαλάκων Low diacritics: σαλάκων Capitals: ΣΑΛΑΚΩΝ
Transliteration A: salákōn Transliteration B: salakōn Transliteration C: salakon Beta Code: sala/kwn

English (LSJ)

[λᾰ], ωνος, ὁ, pretentious person, Arist.Rh.1391a3, EE 1221a35, MM1192b2.

German (Pape)

[Seite 859] ωνος, ὁ, ein Mensch, der sich hoffährtig geberdet, der sich in üppiger Prunkliebe mit seinem Vermögen brüstet und überall groß thut, schwelgerischen Aufwand macht, der Großprahler, Aufschneider; Arist. rhet. 2, 16 eth. eud. 2, 3; Theophr.; VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 1169.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
qui remue les hanches en marchant ; qui se donne de grands airs, fastueux, fanfaron.
Étymologie: cf. σαλεύω, σαυλόομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλάκων -ωνος, ὁ [σάλος] opschepper.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλάκων: ωνος ὁ чванный болтун, хвастун Arst.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
ματαιόδοξος, ξυπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, -ακος «κόσκινο» + κατάλ. -ων (πρβλ. γάστρων)].

Greek Monotonic

σᾰλάκων: -ωνος, ὁ, λέξη αμφίβ. προέλ.· αλαζόνας, κομπορρήμων, ματαιόδοξος, ξιπασμένος.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλάκων: -ωνος, ὁ, λέξις ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― ἐντεῦθεν σᾰλᾰκωνεία, ἡ, ματαιοφροσύνη, ἀλαζονεία, Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη εἶναι ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ διασαλακωνίζω ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, μετὰ παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε σαλεύω ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. ὡσαύτως σαυλοπρωκτιάω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.

Middle Liddell

σᾰλάκων, ωνος, ὁ,
a word of uncertain origin, denoting a swaggerer, Arist.