ὑψίπολις: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(4b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsipolis | |Transliteration C=ypsipolis | ||
|Beta Code=u(yi/polis | |Beta Code=u(yi/polis | ||
|Definition=ιδος or εως, ὁ, ἡ, | |Definition=ιδος or εως, ὁ, ἡ, [[citizen of a proud city]], opp. [[ἄπολις]], S.''Ant.''370 (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />[[qui occupe un haut rang dans la cité]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πόλις]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, ἡ, <i>der [[Höchste]], Erhabenste in der [[Stadt]]</i>, Soph. <i>Ant</i>. 356. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίπολις:''' ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίπολις''': ἡ, ὁ ὑψηλῆς [[τιμῆς]] ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄπολις]], Σοφ. Ἀντ. 370. | |lstext='''ὑψίπολις''': ἡ, ὁ ὑψηλῆς [[τιμῆς]] ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄπολις]], Σοφ. Ἀντ. 370. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] ένδοξης πόλης<br /><b>2.</b> ο ύψιστος [[πολίτης]] μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την [[πόλη]] του, την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ( | |mltxt=-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] ένδοξης πόλης<br /><b>2.</b> ο ύψιστος [[πολίτης]] μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την [[πόλη]] του, την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ([[πρβλ]]. [[πολύπολις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίπολις:''' ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑψίπολις:''' ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὑψί-πολις, ιος, ἡ,<br />[[high]] or [[honoured]] in one's [[city]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ιδος or εως, ὁ, ἡ, citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.
German (Pape)
ὁ, ἡ, der Höchste, Erhabenste in der Stadt, Soph. Ant. 356.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπολις: ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.
Greek Monolingual
-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολίτης ένδοξης πόλης
2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύπολις)].
Greek Monotonic
ὑψίπολις: ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.