λιγύπνοιος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ligypnoios | |Transliteration C=ligypnoios | ||
|Beta Code=ligu/pnoios | |Beta Code=ligu/pnoios | ||
|Definition= | |Definition=λιγύπνοιον, [[shrill-blowing]], [[whistling]], ἄνεμοι ''h.Ap.''28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
λιγύπνοιον, shrill-blowing, whistling, ἄνεμοι h.Ap.28.
German (Pape)
[Seite 43] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύπνοιος: HH = λιγυπνείων.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύπνοιος: -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.
Greek Monolingual
λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].
Greek Monotonic
λῐγύπνοιος: -ον (πνοιή), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
λῐγύ-πνοιος, ον πνοιή = λῐγυπνείων, Hhymn.]