πηγεσίμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pigesimallos
|Transliteration C=pigesimallos
|Beta Code=phgesi/mallos
|Beta Code=phgesi/mallos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thick-fleeced]], ἀρνειός <span class="bibl">Il.3.197</span> ; cf. [[πηγός]].</span>
|Definition=[ῐ], ον, [[thick-fleeced]], ἀρνειός Il.3.197; cf. [[πηγός]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, [[ἀρνειός]], Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, [[ἀρνειός]], Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à l'épaisse toison]].<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]], [[μαλλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''πηγεσίμαλλος:''' (ῐ) [[πήγνυμι]] густорунный ([[ἀρνειός]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πηγεσίμαλλος''': -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. [[πηγός]].
|lstext='''πηγεσίμαλλος''': -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. [[πηγός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l’épaisse toison.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]], [[μαλλός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αρνί]]) αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], [[πυκνόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του [[πήγνυμι]], με [[παρέκταση]] -<i>εσι</i>- [[κατά]] τα συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αρνί]]) αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], [[πυκνόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του [[πήγνυμι]], με [[παρέκταση]] -<i>εσι</i>- [[κατά]] τα συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), [[πρβλ]]. [[δασύμαλλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηγεσίμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει [[πυκνά]] μαλλιά, [[ἀρνειός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πηγεσίμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει [[πυκνά]] μαλλιά, [[ἀρνειός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πηγεσίμαλλος:''' (ῐ) [[πήγνυμι]] густорунный ([[ἀρνειός]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πηγεσί-μαλλος, ον,<br />[[thick]]-fleeced, [[ἀρνειός]] Il.
|mdlsjtxt=πηγεσί-μαλλος, ον,<br />[[thick]]-fleeced, [[ἀρνειός]] Il.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγεσίμαλλος Medium diacritics: πηγεσίμαλλος Low diacritics: πηγεσίμαλλος Capitals: ΠΗΓΕΣΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: pēgesímallos Transliteration B: pēgesimallos Transliteration C: pigesimallos Beta Code: phgesi/mallos

English (LSJ)

[ῐ], ον, thick-fleeced, ἀρνειός Il.3.197; cf. πηγός.

German (Pape)

[Seite 608] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'épaisse toison.
Étymologie: πήγνυμι, μαλλός.

Russian (Dvoretsky)

πηγεσίμαλλος: (ῐ) πήγνυμι густорунный (ἀρνειός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πηγεσίμαλλος: -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. πηγός.

English (Autenrieth)

(πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύμαλλος].

Greek Monotonic

πηγεσίμαλλος: -ον, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά, ἀρνειός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πηγεσί-μαλλος, ον,
thick-fleeced, ἀρνειός Il.