μετακόπτω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metakopto | |Transliteration C=metakopto | ||
|Beta Code=metako/ptw | |Beta Code=metako/ptw | ||
|Definition= | |Definition=[[stamp]], [[coin anew]], Polyaen.6.9.1 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακόπτω''': μέλλ. -ψω, [[κόπτω]] ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1. | |lstext='''μετακόπτω''': μέλλ. -ψω, [[κόπτω]] ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετακόπτω]] (Α)<br />(σχετικά με [[νόμισμα]]) [[κόβω]] εκ νέου, με νέο τύπο, με διαφορετικό [[χάραγμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
stamp, coin anew, Polyaen.6.9.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 148] umschlagen, umprägen, μετακοπὲν νόμισμα, Polyaen. 6, 9, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μετακόπτω: μέλλ. -ψω, κόπτω ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1.
Greek Monolingual
μετακόπτω (Α)
(σχετικά με νόμισμα) κόβω εκ νέου, με νέο τύπο, με διαφορετικό χάραγμα.