δάσυμα: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dasyma | |Transliteration C=dasyma | ||
|Beta Code=da/suma | |Beta Code=da/suma | ||
|Definition=[ᾰ], ατος, τό, | |Definition=[ᾰ], ατος, τό, = [[τράχωμα]]., Sever. ap. Aët.7.45. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aspereza]], [[rugosidad]] de los párpados, a veces como sinón. de [[tracoma]] τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131. | |lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δάσυμα]], το (Α)<br />το [[τράχωμα]] των ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] ([[πρβλ]]. [[γλώσσημα]]-[[γλώσσα]], [[γαμήλευμα]]-[[γαμήλιος]])]. | |mltxt=[[δάσυμα]], το (Α)<br />το [[τράχωμα]] των ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] ([[πρβλ]]. [[γλώσσημα]]-[[γλώσσα]], [[γαμήλευμα]]-[[γαμήλιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.
German (Pape)
[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.
Greek (Liddell-Scott)
δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.
Greek Monolingual
δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].