ὀλίγωρος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligoros
|Transliteration C=oligoros
|Beta Code=o)li/gwros
|Beta Code=o)li/gwros
|Definition=ὀλίγωρον, ([[ὤρα]])<br><span class="bld">A</span> [[little-caring]], [[lightly-esteeming]], [[contemptuous]], of persons, [[χαλεπός]] τε καὶ ὀ. Hdt.3.89; οὐδεὶς οὔτε [[γέρων]] οὔτε ὀ. οὕτως D.24.208, etc.; [[σοβαρός|σοβαρὸς]] καὶ ὀλίγωρος [[τρόπος]] Id.59.37 : c. gen., τὴν [[εἰρήνη]]ν, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν . . ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων = a [[peace]] [[more]] [[regardless]] of [[Hellenic]] [[right]]s, Isoc.12.106. Adv. [[ὀλιγώρως]] = [[neglectfully]], [[carelessly]], [[ὀλιγώρως]] καὶ [[ῥᾳθύμως]] [[φέρειν]] D.59.111; [[ὀλιγώρως]] καὶ [[πάντοθεν]] [[λαμβάνειν]] Arist.EN1121b1; [[ὀλιγώρως ἔχειν]] = to [[be careless]], [[be negligent]], περὶ τὰς [[ἐπιθυμία]]ς Pl.Phd.68c, X.HG1.6.20; τινος [[with regard t]]o... Lys.26.9, Is.3.37, etc.; περί τινος Arist.Rh.Al. 1433a2; [[ὀλιγώρως]] [[διακεῖσθαι]] Lys.1.3; [[ὀλιγώρως]] [[διακεῖσθαι]] πρός τινα or τι Pl.Alc. 2.149a, Isoc.15.5; [[ὀλιγώρως]] ἔχειν πρὸς ἅπασαν [[αἰσχύνη]]ν Aeschin.1.67.<br><span class="bld">II</span> of things, [[scornful]], ὀλίγωρον . . πεποίηκάς τι Nicom.Com.1.2.
|Definition=ὀλίγωρον, ([[ὤρα]])<br><span class="bld">A</span> [[little-caring]], [[lightly-esteeming]], [[contemptuous]], of persons, [[χαλεπός]] τε καὶ ὀ. [[Herodotus|Hdt.]]3.89; οὐδεὶς οὔτε [[γέρων]] οὔτε ὀ. οὕτως D.24.208, etc.; [[σοβαρός|σοβαρὸς]] καὶ ὀλίγωρος [[τρόπος]] Id.59.37 : c. gen., τὴν [[εἰρήνη]]ν, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν . . ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων = a [[peace]] [[more]] [[regardless]] of [[Hellenic]] [[right]]s, Isoc.12.106. Adv. [[ὀλιγώρως]] = [[neglectfully]], [[carelessly]], [[ὀλιγώρως]] καὶ [[ῥᾳθύμως]] [[φέρειν]] D.59.111; [[ὀλιγώρως]] καὶ [[πάντοθεν]] [[λαμβάνειν]] Arist.EN1121b1; [[ὀλιγώρως ἔχειν]] = to [[be careless]], [[be negligent]], περὶ τὰς [[ἐπιθυμία]]ς Pl.Phd.68c, X.HG1.6.20; τινος [[with regard t]]o... Lys.26.9, Is.3.37, etc.; περί τινος Arist.Rh.Al. 1433a2; [[ὀλιγώρως]] [[διακεῖσθαι]] Lys.1.3; [[ὀλιγώρως]] [[διακεῖσθαι]] πρός τινα or τι Pl.Alc. 2.149a, Isoc.15.5; [[ὀλιγώρως]] ἔχειν πρὸς ἅπασαν [[αἰσχύνη]]ν Aeschin.1.67.<br><span class="bld">II</span> of things, [[scornful]], ὀλίγωρον . . πεποίηκάς τι Nicom.Com.1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:59, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγωρος Medium diacritics: ὀλίγωρος Low diacritics: ολίγωρος Capitals: ΟΛΙΓΩΡΟΣ
Transliteration A: olígōros Transliteration B: oligōros Transliteration C: oligoros Beta Code: o)li/gwros

English (LSJ)

ὀλίγωρον, (ὤρα)
A little-caring, lightly-esteeming, contemptuous, of persons, χαλεπός τε καὶ ὀ. Hdt.3.89; οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀ. οὕτως D.24.208, etc.; σοβαρὸς καὶ ὀλίγωρος τρόπος Id.59.37 : c. gen., τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν . . ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων = a peace more regardless of Hellenic rights, Isoc.12.106. Adv. ὀλιγώρως = neglectfully, carelessly, ὀλιγώρως καὶ ῥᾳθύμως φέρειν D.59.111; ὀλιγώρως καὶ πάντοθεν λαμβάνειν Arist.EN1121b1; ὀλιγώρως ἔχειν = to be careless, be negligent, περὶ τὰς ἐπιθυμίας Pl.Phd.68c, X.HG1.6.20; τινος with regard to... Lys.26.9, Is.3.37, etc.; περί τινος Arist.Rh.Al. 1433a2; ὀλιγώρως διακεῖσθαι Lys.1.3; ὀλιγώρως διακεῖσθαι πρός τινα or τι Pl.Alc. 2.149a, Isoc.15.5; ὀλιγώρως ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην Aeschin.1.67.
II of things, scornful, ὀλίγωρον . . πεποίηκάς τι Nicom.Com.1.2.

German (Pape)

[Seite 322] nachlässig, wenig Sorgfalt auf Etwas verwendend, geringschätzend; Her. 3, 89; Arist. und Folgde, wie Pol. 5, 34, 4; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast Etwas vernachlässigt, Nicomach. bei Ath. VII, 290 f; häufiger im adv., ὀλιγώρως ἔχειν, Plat. Phaed. 68 c; διακεῖσθαι, Lys. 1, 3; ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην, Aesch. 1, 67; διάκεινται πρὸς τοὺς θεούς, Plat. Alc. II, 149 a; περί τι, Pol. 5, 91, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'inquiète peu, négligent, méprisant;
Cp. ὀλιγωρέστερος.
Étymologie: ὀλίγος, ὤρα.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίγωρος: (ῐ) небрежный, исполненный презрения (χαλεπός τε καὶ ὀ. Her.): ὀ. τῶν Ἑλλήνων Isocr. пренебрегающий интересами греков.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίγωρος: -ον, (ὤρα) ὁ ὀλίγον φροντίζων περί τινος, ὀλίγον ἐκτιμῶν τινα, περιφρονητικός, παραμελῶν τινα, ἐπὶ προσώπων, χαλεπός τε καὶ ὀλ. Ἡρόδ. 3. 89· οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλ. οὕτως Δημ. 764. 24, κτλ.· σοβαρὸς καὶ ὀλ. τρόπος ὁ αὐτ. 1357. 25· - μετὰ γεν. τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν … ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων, εἰρήνην παντάπασιν ἀμελοῦσαν τῶν ἑλληνικῶν δικαίων, Ἰσοκρ. 254D. - Ἐπίρρ. ὀλιγώρως, ἀμελῶς, ἀπροσέκτως, ὀλ. καὶ ῥᾳθύμως Δημ. 1383. 5· ὀλ. ἔχω, εἶμαι ἀπρόσεκτος, ἀμελής, Πλάτ. Φαίδων 68C, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14· τινός, ὡς πρός τι, Λυσ. 176. 5, Ἰσαῖ. 41, 33, κ. ἀλλ.· περί τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 19. 5· οὕτως, ὀλ. διακεῖσθαι Λυσ. 92. 7· πρός τινα ἤ τι Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149Α, Ἰσοκρ. 311Β, Αἰσχίν. 10. 14. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, περιφρονητικός, πλήρης περιφρονήσεως, ὑποδεικνύεις μὲν ἦθος ἀστεῖον πάνυ καὶ πρᾶον, ὀλίγωρον δὲ πεποίηκάς τι Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀλίγωρος, -ον)
αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί, περιφρονητικός.
επίρρ...
ολιγώρως (Α ὀλιγώρως)
αμελώς, απρόσεκτα («τάς τε πόλεις ὀλιγώρως διακειμένας πρὸς τὰς εἰς τοῦτο τὸ μέρος εἰσφοράς», Πολ.)
αρχ.
φρ. «ὀλιγώρως λαμβάνω» — αντιμετωλπίζω κάτι απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωρος (< ὤρα «φροντίδα»), πρβλ. ουδενόσωρος].

Greek Monotonic

ὀλίγωρος: -ον (ὤρα), αμελής, υποτιμητικός, χλευαστικός, περιφρονητικός, σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., ὀλιγώρως ἔχειν, είμαι απρόσεκτος, αμελής, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

ὀλίγ-ωρος, ον, [ὤρα]
little-caring, lightly-esteeming, scornful, contemptuous, Hdt., Dem.:—adv., ὀλιγώρως ἔχειν to be careless, negligent, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

heedless, contemptuous of, disdainful of, heedless of, reckless of, regardless of, scornful of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)