ὁμοεθνής: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(3b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoethnis | |Transliteration C=omoethnis | ||
|Beta Code=o(moeqnh/s | |Beta Code=o(moeqnh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁμοεθνές,<br><span class="bld">A</span> [[of the same people]] or [[of the same race]], [[Herodotus|Hdt.]]1.91, Arist.Rh.1384a11, Plb.1.67.3 : less wide than [[ὁμόφυλος]], Id.11.19.3.<br><span class="bld">2</span> generally, [[of the same kind]], [ζῷα] Arist.EN1155a19; τροφὴ ὁ. Ael.NA13.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[du même peuple]] <i>ou</i> de la même race;<br /><b>2</b> [[de la même espèce]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἔθνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοεθνής:'''<br /><b class="num">1</b> [[принадлежащий к тому же племени]], [[соплеменный]] Her., Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[принадлежащий к одному роду]] или [[принадлежащий к одному к одной породе]] (ζῷα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοεθνής''': -ές, ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ [[ὁμόφυλος]] Πολύβ. 11. 19, 3. 2) [[καθόλου]], [[ὁμοειδής]], τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3. | |lstext='''ὁμοεθνής''': -ές, ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ [[ὁμόφυλος]] Πολύβ. 11. 19, 3. 2) [[καθόλου]], [[ὁμοειδής]], τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομογενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔθνος]]), | |mltxt=-ές (Α [[ὁμοεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομογενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔθνος]]), [[πρβλ]]. [[αλλοεθνής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμοεθνής:''' -ές ([[ἔθνος]]), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, [[ομοειδής]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ὁμοεθνής:''' -ές ([[ἔθνος]]), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, [[ομοειδής]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὁμο-εθνής, ές [[ἔθνος]]<br />of the [[same]] [[people]] or [[race]], hdt., Arist.:—[[generally]], of the [[same]] [[kind]], Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
ὁμοεθνές,
A of the same people or of the same race, Hdt.1.91, Arist.Rh.1384a11, Plb.1.67.3 : less wide than ὁμόφυλος, Id.11.19.3.
2 generally, of the same kind, [ζῷα] Arist.EN1155a19; τροφὴ ὁ. Ael.NA13.3.
German (Pape)
[Seite 334] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 du même peuple ou de la même race;
2 de la même espèce.
Étymologie: ὁμός, ἔθνος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοεθνής:
1 принадлежащий к тому же племени, соплеменный Her., Arst., Polyb., Plut.;
2 принадлежащий к одному роду или принадлежащий к одному к одной породе (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοεθνής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ ὁμόφυλος Πολύβ. 11. 19, 3. 2) καθόλου, ὁμοειδής, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, ομογενής
αρχ.
(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. αλλοεθνής].
Greek Monotonic
ὁμοεθνής: -ές (ἔθνος), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, ομοειδής, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὁμο-εθνής, ές ἔθνος
of the same people or race, hdt., Arist.:—generally, of the same kind, Arist.