ἐπισπαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epispastir
|Transliteration C=epispastir
|Beta Code=e)pispasth/r
|Beta Code=e)pispasth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[latch]] or [[handle by which]] [[a door is pulled to]], <span class="bibl">Hdt.6.91</span>: spelt ἐπι-σπατήρ <span class="title">IG</span>22.1672.123. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b3">τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο</b>, of the fowler's [[line]], AP6.109 (Antip.).</span>
|Definition=ἐπισπαστῆρος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[latch]] or [[handle by which]] [[a door is pulled to]], [[Herodotus|Hdt.]]6.91: spelt ἐπι-σπατήρ ''IG''22.1672.123.<br><span class="bld">II</span>. <b class="b3">τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο</b>, of the fowler's [[line]], AP6.109 (Antip.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[anneau pour tirer et fermer une porte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[дверное кольцо]], [[скоба]] (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);<br /><b class="num">2</b> [[бечева]], [[стягивающая рыболовную или звероловную сеть]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισπαστήρ''': ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]) [[σιδήριον]] ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ [[θύρα]] ἕλκεται [[ὅταν]] θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. [[ἐπισπάω]] Ι. 2. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ [[πύλη]]» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. [[ἐπίσπαστρον]]. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.
|lstext='''ἐπισπαστήρ''': ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]) [[σιδήριον]] ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ [[θύρα]] ἕλκεται [[ὅταν]] θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. [[ἐπισπάω]] Ι. 2. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ [[πύλη]]» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. [[ἐπίσπαστρον]]. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />anneau pour tirer et fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισπαστήρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[χερούλι]] της πόρτας<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[σχοινί]] για το [[τράβηγμα]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επισπώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεγασ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ἐπισπαστήρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[χερούλι]] της πόρτας<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[σχοινί]] για το [[τράβηγμα]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επισπώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[στεγαστήρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισπαστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μάνταλο]] ή [[χερούλι]], [[λαβή]] με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ψαρέματος ή [[πετονιά]], [[παλαμάρι]] ψαρά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐπισπαστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μάνταλο]] ή [[χερούλι]], [[λαβή]] με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ψαρέματος ή [[πετονιά]], [[παλαμάρι]] ψαρά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> дверное кольцо, скоба (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);<br /><b class="num">2)</b> бечева, стягивающая рыболовную или звероловную сеть Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπισπαστήρ]], ῆρος, [from [[ἐπισπάω]]<br /><b class="num">I.</b> the [[latch]] or [[handle]] by [[which]] a [[door]] is pulled to, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> the [[angler]]'s rod or [[line]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἐπισπαστήρ]], ῆρος, [from [[ἐπισπάω]]<br /><b class="num">I.</b> the [[latch]] or [[handle]] by [[which]] a [[door]] is pulled to, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> the [[angler]]'s rod or [[line]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστήρ Medium diacritics: ἐπισπαστήρ Low diacritics: επισπαστήρ Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΗΡ
Transliteration A: epispastḗr Transliteration B: epispastēr Transliteration C: epispastir Beta Code: e)pispasth/r

English (LSJ)

ἐπισπαστῆρος, ὁ,
A latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.6.91: spelt ἐπι-σπατήρ IG22.1672.123.
II. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, of the fowler's line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 980] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
anneau pour tirer et fermer une porte.
Étymologie: ἐπισπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστήρ: ῆρος ὁ
1 дверное кольцо, скоба (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);
2 бечева, стягивающая рыболовную или звероловную сеть Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστήρ: ῆρος, ὁ (ἐπισπάω) σιδήριον ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ θύρα ἕλκεται ὅταν θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. ἐπισπάω Ι. 2. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ πύλη» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. ἐπίσπαστρον. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Greek Monolingual

ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)
1. το χερούλι της πόρτας
2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγαστήρ)].

Greek Monotonic

ἐπισπαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπισπάω),·
I. μάνταλο ή χερούλι, λαβή με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.
II. καλάμι ψαρέματος ή πετονιά, παλαμάρι ψαρά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπισπαστήρ, ῆρος, [from ἐπισπάω
I. the latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.
II. the angler's rod or line, Anth.