διεξίημι: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dieksiimi | |Transliteration C=dieksiimi | ||
|Beta Code=dieci/hmi | |Beta Code=dieci/hmi | ||
|Definition=strengthened for [[ἐξίημι]],<br><span class="bld">A</span> [[let pass through]], διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203.<br><span class="bld">II</span> intr., of a river, [[empty itself]], ἐς θάλασσαν Th.2.102 ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | |Definition=strengthened for [[ἐξίημι]],<br><span class="bld">A</span> [[let pass through]], διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως [[Herodotus|Hdt.]]4.203.<br><span class="bld">II</span> intr., of a river, [[empty itself]], ἐς θάλασσαν Th.2.102 ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
strengthened for ἐξίημι,
A let pass through, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203.
II intr., of a river, empty itself, ἐς θάλασσαν Th.2.102 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
1 tr. dejar pasar a través de διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεος Hdt.4.203.
2 intr. desembocar ἐς θάλασσαν διεξιείς Th.2.102 (cód.).
German (Pape)
[Seite 620] (s. ἵημι), durch- u. herauslassen, τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος, Her. 4, 203; scheinbar intrans., vom Flusse, διεξιεὶς εἰς θάλασσαν, Thuc. 2, 102, sich ergießen.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ pl. διεξῆκαν;
1 tr. laisser passer à travers : τινα διὰ τοῦ ἄστεος HDT qqn à travers la ville;
2 intr. se jeter dans en parl. d'un fleuve, avec ἐς et l'acc..
Étymologie: διά, ἐξίημι.
Russian (Dvoretsky)
διεξίημι: (aor. διεξῆκα)
1 позволять пройти, пропускать (τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος Her.);
2 (о реке), впадать (ἐς θάλασσαν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
διεξίημι: πρβλ. τὸ ἐξίημι, ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. ἐξίημι, ἐκδίδωμι.
Greek Monolingual
διεξίημι (Α) εξίημι
1. αφήνω να περάσει ανάμεσα
2. (για ποτάμια) εκβάλλω, χύνομαι.
Greek Monotonic
διεξίημι: αόρ. αʹ -εξῆκα·
I. επιτρέπω τη διέλευση, σε Ηρόδ.
II. αμτβ. (ενν. αὑτόν), λέγεται για ένα ποτάμι, εκβάλλω, σε Θουκ.
Middle Liddell
aor1 -εξῆκα
I. to let pass through, Hdt.
II. intr. (sub. αὑτόν), of a river, to empty itself, Thuc.