κατατοξεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatokseyo
|Transliteration C=katatokseyo
|Beta Code=katatoceu/w
|Beta Code=katatoceu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strike down with arrows]], [[shoot dead]], τινα <span class="bibl">Hdt.3.36</span>, <span class="bibl">Th.3.34</span>, etc.; ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>944</span>:—Pass., <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>4.7.6</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>34</span>: metaph., κ. τινὰ τὸ περιττὸν τῆς τρυφῆς <span class="bibl">Eun. <span class="title">Hist.</span>p.263</span> D.</span>
|Definition=[[strike down with arrows]], [[shoot dead]], τινα [[Herodotus|Hdt.]]3.36, Th.3.34, etc.; ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κ. Ar.''Nu.''944:—Pass., X. ''HG''4.7.6, Phld.''Piet.''34: metaph., κ. τινὰ τὸ περιττὸν τῆς τρυφῆς Eun. ''Hist.''p.263 D.
}}
{{ls
|lstext='''κατατοξεύω''': [[τοξεύω]] κατά τινος, κτυπῶ διὰ τῶν βελῶν τοῦ τόξου, τοξεύων θανατώνω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 36· συλλαμβάνει καὶ κατατοξεύει τὸν Ἱππίαν, τόξοις ἐναιρεῖ, φονεύει, Θουκ. 3. 34· καὶ τὸ Παθ., πολλοὶ κατετοξεύθησαν Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 6· μεταφορ., ῥηματίοις καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατ. Ἀριστοφ. Νεφ. 944· τρυφὴ κ. τινὰ Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=percer de traits, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τοξεύω]].
|btext=percer de traits, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τοξεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τοξεύω neerschieten; ook overdr.: ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω met nieuwe woorden en ideeën zal ik hem neerhalen Aristoph. Nub. 944.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[Pfeilen]] erschießen</i>, Her. 3.36, Thuc. 3.34, Xen. <i>Hell</i>. 4.7.6 und Sp. – Auch ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω Ar. <i>Nub</i>. 941.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατοξεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[убивать стрелами]], [[застреливать]] (τινά Thuc., Xen. etc., редко τινός Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[поражать насмерть]] (τινὰ ῥηματίοισιν καὶ διανοίαις Arph.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] and a derivative of [[τόξον]]; to [[shoot]] [[down]] [[with]] an [[arrow]] or [[other]] [[missile]]: [[thrust]] [[through]].
|strgr=from [[κατά]] and a derivative of [[τόξον]]; to [[shoot]] down [[with]] an [[arrow]] or [[other]] [[missile]]: [[thrust]] [[through]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1future [[passive]] κατατοξευθήσομαι; to [[shoot]] [[down]] or [[thrust]] [[through]] [[with]] an [[arrow]]: τινα βολίδι, from [[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Xenophon]], others.)
|txtha=1future [[passive]] κατατοξευθήσομαι; to [[shoot]] down or [[thrust]] [[through]] [[with]] an [[arrow]]: τινα βολίδι, from [[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Xenophon]], others.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''κατατοξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τοξεύω]], [[βάλλω]] [[εναντίον]] κάποιου με τόξα, [[πλήττω]] θανάσιμα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''κατατοξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τοξεύω]], [[βάλλω]] [[εναντίον]] κάποιου με τόξα, [[πλήττω]] θανάσιμα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατατοξεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[убивать стрелами]], [[застреливать]] (τινά Thuc., Xen. etc., редко τινός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. поражать насмерть (τινὰ ῥηματίοισιν καὶ διανοίαις Arph.).
|lstext='''κατατοξεύω''': [[τοξεύω]] κατά τινος, κτυπῶ διὰ τῶν βελῶν τοῦ τόξου, τοξεύων θανατώνω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 36· συλλαμβάνει καὶ κατατοξεύει τὸν Ἱππίαν, τόξοις ἐναιρεῖ, φονεύει, Θουκ. 3. 34· καὶ τὸ Παθ., πολλοὶ κατετοξεύθησαν Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 6· μεταφορ., ῥηματίοις καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατ. Ἀριστοφ. Νεφ. 944· τρυφὴ κ. τινὰ Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τοξεύω neerschieten; ook overdr.: ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω met nieuwe woorden en ideeën zal ik hem neerhalen Aristoph. Nub. 944.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[strike]] [[down]] with arrows, [[shoot]] [[dead]], Hdt., Thuc., etc.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[strike]] down with arrows, [[shoot]] [[dead]], Hdt., Thuc., etc.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katatoxeÚw 卡他-拖克修哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-射<br />'''字義溯源''':射死,射落;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[τόξον]])=弓)組成;而 ([[τόξον]])出自([[τίκτω]])*=生產)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 射死(1) 來12:20
|sngr='''原文音譯''':katatoxeÚw 卡他-拖克修哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-射<br />'''字義溯源''':射死,射落;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[τόξον]])=弓)組成;而 ([[τόξον]])出自([[τίκτω]])*=生產)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 射死(1) 來12:20
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατοξεύω Medium diacritics: κατατοξεύω Low diacritics: κατατοξεύω Capitals: ΚΑΤΑΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: katatoxeúō Transliteration B: katatoxeuō Transliteration C: katatokseyo Beta Code: katatoceu/w

English (LSJ)

strike down with arrows, shoot dead, τινα Hdt.3.36, Th.3.34, etc.; ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κ. Ar.Nu.944:—Pass., X. HG4.7.6, Phld.Piet.34: metaph., κ. τινὰ τὸ περιττὸν τῆς τρυφῆς Eun. Hist.p.263 D.

French (Bailly abrégé)

percer de traits, acc..
Étymologie: κατά, τοξεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τοξεύω neerschieten; ook overdr.: ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω met nieuwe woorden en ideeën zal ik hem neerhalen Aristoph. Nub. 944.

German (Pape)

mit Pfeilen erschießen, Her. 3.36, Thuc. 3.34, Xen. Hell. 4.7.6 und Sp. – Auch ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω Ar. Nub. 941.

Russian (Dvoretsky)

κατατοξεύω:
1 убивать стрелами, застреливать (τινά Thuc., Xen. etc., редко τινός Plut.);
2 перен. поражать насмерть (τινὰ ῥηματίοισιν καὶ διανοίαις Arph.).

English (Strong)

from κατά and a derivative of τόξον; to shoot down with an arrow or other missile: thrust through.

English (Thayer)

1future passive κατατοξευθήσομαι; to shoot down or thrust through with an arrow: τινα βολίδι, from Herodotus, Thucydides, Xenophon, others.)

Greek Monolingual

κατατοξεύω (Α)
(επιτ. τ. του τοξεύω)
1. τοξεύω, ρίχνω με το τόξο βέλη εναντίον κάποιου
2. θανατώνω κάποιον τοξεύοντας («συλλαμβάνει καὶ κατατοξεύει τὸν Ἱππίαν», Θουκ.)
3. μτφ. συντρίβω, καταβάλλω, αποστομώνω κάποιον («ῥηματίοις καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κατατοξεύω: μέλ. -σω, τοξεύω, βάλλω εναντίον κάποιου με τόξα, πλήττω θανάσιμα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κατατοξεύω: τοξεύω κατά τινος, κτυπῶ διὰ τῶν βελῶν τοῦ τόξου, τοξεύων θανατώνω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 36· συλλαμβάνει καὶ κατατοξεύει τὸν Ἱππίαν, τόξοις ἐναιρεῖ, φονεύει, Θουκ. 3. 34· καὶ τὸ Παθ., πολλοὶ κατετοξεύθησαν Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 6· μεταφορ., ῥηματίοις καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατ. Ἀριστοφ. Νεφ. 944· τρυφὴ κ. τινὰ Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.

Middle Liddell

fut. σω
to strike down with arrows, shoot dead, Hdt., Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:katatoxeÚw 卡他-拖克修哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-射
字義溯源:射死,射落;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(τόξον)=弓)組成;而 (τόξον)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 射死(1) 來12:20