ὀνειροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oneiropolos
|Transliteration C=oneiropolos
|Beta Code=o)neiropo/los
|Beta Code=o)neiropo/los
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[interpreter of dreams]], <span class="bibl">Il.1.63</span>,<span class="bibl">5.149</span>, <span class="bibl">Hdt.1.128</span>,<span class="bibl">5.56</span>, <span class="bibl">Ph.1.664</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adj. [[of]] or [[belonging to dreams]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>35</span>,<span class="bibl">601</span>.</span>
|Definition=(parox.), ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[interpreter of dreams]], Il.1.63,5.149, [[Herodotus|Hdt.]]1.128,5.56, Ph.1.664.<br><span class="bld">II</span> Adj. of or [[belonging to dreams]], Orph.''A.''35,601.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπόλος Medium diacritics: ὀνειροπόλος Low diacritics: ονειροπόλος Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oneiropólos Transliteration B: oneiropolos Transliteration C: oneiropolos Beta Code: o)neiropo/los

English (LSJ)

(parox.), ὁ,
A interpreter of dreams, Il.1.63,5.149, Hdt.1.128,5.56, Ph.1.664.
II Adj. of or belonging to dreams, Orph.A.35,601.

German (Pape)

[Seite 346] der sich mit Träumen beschäftigt, bes. um die Zukunft daraus vorherzusagen, der Traumdeuter; Il. 1, 63; γέρων, 5, 149; nach Schol. zur ersteren Stelle aber genauer der, welcher die Träume hat.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l'interprétation des songes : ὁ ὀνειροπόλος l'interprète des songes.
Étymologie: ὄνειρος, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειροπόλος:снотолкователь Hom., Her.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπόλος: ὁ, (πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς ὀνείρους, ὁ ὀνειρευόμενος, ἢ ὁ ἑρμηνεύων ὀνείρους, Ἰλ. Α. 63, Ε. 149, Ἡρόδ. 1. 128., 5. 56. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς ὀνείρους, Ὀρφ. Ἀργ. 35. 599.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀνειροπόλος, -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών ονείρων, ονειροκρίτης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτιπόλος.

Greek Monotonic

ὀνειροπόλος: ὁ (πολέω), κάποιος που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, ονειροπόλος, αιθεροβάμων ή ερμηνευτής ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

ὀνειρο-πόλος, ὁ, πολέω
one occupied with dreams, a dreamer, or an interpreter of dreams, Il., Hdt.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὄνειρος + πολέω (=περιπλανιέμαι).
Παράγωγα: ὀνειροπολῶ, ὀνειροπόλημα, ὀνειροπόλησις, ὀνειροπολία, ὀνειροπολικός.