πορφυρίς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) opp\. (\w+)," to "opp. $1,")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porfyris
|Transliteration C=porfyris
|Beta Code=porfuri/s
|Beta Code=porfuri/s
|Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[purple]] [[garment]] or [[covering]], X.Cyr.2.4.6; distinguished from [[φοινικίς]], ib.8.3.3, cf. Poll.7.55; π. θαλαττία Plb.38.7.2; π. ἐξίτηλοι, opp. ἀληθιναί, X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.<br><span class="bld">II</span> a [[purple]]-[[colour]]ed [[bird]], [[τανύπτερος]] ὡς ὅκα π. Ibyc.4, cf. Ar.Av.304, Call.Fr.100c2.<br><span class="bld">III</span> = [[ἄγχουσα]], Ps.-Dsc.4.23.<br><span class="bld">2</span> = [[ὠκιμοειδές]], ib.28.
|Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[purple]] [[garment]] or [[covering]], X.Cyr.2.4.6; distinguished from [[φοινικίς]], ib.8.3.3, cf. Poll.7.55; π. θαλαττία Plb.38.7.2; π. ἐξίτηλοι,opp. [[ἀληθιναί]], X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.<br><span class="bld">II</span> a [[purple]]-[[colour]]ed [[bird]], [[τανύπτερος]] ὡς ὅκα π. Ibyc.4, cf. Ar.Av.304, Call.Fr.100c2.<br><span class="bld">III</span> = [[ἄγχουσα]], Ps.-Dsc.4.23.<br><span class="bld">2</span> = [[ὠκιμοειδές]], ib.28.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 05:37, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίς Medium diacritics: πορφυρίς Low diacritics: πορφυρίς Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΣ
Transliteration A: porphyrís Transliteration B: porphyris Transliteration C: porfyris Beta Code: porfuri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A purple garment or covering, X.Cyr.2.4.6; distinguished from φοινικίς, ib.8.3.3, cf. Poll.7.55; π. θαλαττία Plb.38.7.2; π. ἐξίτηλοι,opp. ἀληθιναί, X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.
II a purple-coloured bird, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ibyc.4, cf. Ar.Av.304, Call.Fr.100c2.
III = ἄγχουσα, Ps.-Dsc.4.23.
2 = ὠκιμοειδές, ib.28.

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, 1) Purpurkleid, -decke, Xen. Cyr. 2, 4, 6. 8, 3, 3 u. Sp., wie Luc. Hermot. 86 Nigr. 13. – 2) ein rother Vogel, von πορφυρίων verschieden; Ar. Av. 304; vgl. Ibyc. fr. 3 u. Csilim. bei Ath. IX, 388 c.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
vêtement de pourpre.
Étymologie: πορφύρα.
Syn. ἁλουργίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρίς -ίδος, ἡ [πορφύρα] purperen gewaad. porphyris (een purperkleurige vogel).

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 (sc. ἐσθής) пурпурная одежда, багряница Xen., Polyb., Luc.;
2 (sc. ὄρνις) порфирида (вид красноперой птицы) Arph.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα
2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.)
3. α) το φυτό άγ
χουσα
β) το φυτό ὠκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικίς)].

Greek Monotonic

πορφῠρίς: -ίδος, ἡ (πορφύρα),
I. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα, σε Ξεν.
II. κοκκινόχρωμο πουλί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίς: -ίδος, ἡ, πορφυροῦν ἱμάτιονκάλυμμα, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 6· διάφορον τοῦ φοινικίς, 8. 3, 3, Πολυδ. Ζ΄, 55· π. θαλαττία Πολύβ. 39. 1, 2· π. ἐξίτηλοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθιναί, Ξεν. Οἰκ. 10, 3· ἡ βασίλειος π. Ἡρῳδιαν. 1. 5· τὸ φορεῖν πορφυρίδα ἐθεωρεῖτο σημεῖον τρυφῆς, Ἀθήν. 159D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10, Νιγρῖν. 13, κτλ. ΙΙ. πτηνὸν ἔχον ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ἴβυκ. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀθήν. 388C-E, καὶ ἴδε ἁλιπορφυρίς· πρβλ. πορφυρίων.

Middle Liddell

πορφῠρίς, ίδος, ἡ, πορφύρα
I. a purple garment or covering, Xen.
II. a red-coloured bird, Ar.