ἀχώριστος: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
mNo edit summary |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=achoristos | |Transliteration C=achoristos | ||
|Beta Code=a)xw/ristos | |Beta Code=a)xw/ristos | ||
|Definition= | |Definition=ἀχώριστον, ([[χωρίζω]])<br><span class="bld">A</span> [[not parted]], [[undivided]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 524c; [[inseparable]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1102a30, ''de An.''427a2; ἀρετὴ ἀ. ἡδονῆς Epicur.''Fr.''506, cf. ''Ep.''3p.64U., Gal.16.521, al. Adv. [[ἀχωρίστως]] = [[inseparably]] Phld.''Sign.''20.<br><span class="bld">II</span> ([[χῶρος]]) [[without a place assigned one]], X.''Lac.'' 9.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no separado]] οὐ γὰρ ἂν ἀχώριστά γε δύο ἐνόει, ἀλλ' ἕν pues (el alma) no las concebiría como dos cosas separadas, sino como una</i> Pl.<i>R</i>.524c.<br /><b class="num">2</b> [[inseparable]] c. gen. ἀχώριστον ... τῆς ἡδονῆς τὴν [[ἀρετή]]ν Epicur.[1] 138, cf. <i>Ep</i>.[4]132, τὸν δημιουργὸν ... ἀχώριστον ... τῆς ὕλης Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.112, σημεῖον ... ἀχώριστον αὐτῆς ([[παραφροσύνη]]ς) Gal.16.521, τὰς ἀρετὰς ἀχωρίστους αὑτῶν Corn.<i>ND</i> 14, τὰ μὲν χωριστὰ σωμάτων, τὰ δὲ ἀχώριστα Porph.<i>Sent</i>.19, ἡ ψυχὴ ... οὔτε σώματος [[ἀχώριστος]] Procl.<i>Inst</i>.186, τῶν μυστηρίων <i>IStratonikeia</i> 310.50 (Panamara IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. δύο ἐστιν ἀχώριστα πεφυκότα de las dos partes del alma, Arist.<i>EN</i> 1102<sup>a</sup>30, ἀ. τὸ κρῖνον Arist.<i>de An</i>.427<sup>a</sup>2, μνήμη <i>Clem.Ep</i>.M.2A5B, λόγος Plot.2.7.3<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀχώριστον]] = [[la parte inseparable]] τὸ ἀχώριστον τοῦ προσώπου A.D.<i>Synt</i>.254.19, τοῦ νοῦ χωρίζοντος τὰ ἀχώριστα Gr.Naz.M.35.1164A, τὸ χωριστὸν καὶ ἀχώριστον del [[cuerpo]], Plot.2.3.16.<br /><b class="num">3</b> [[que no tiene sitio o lugar]] πολλάκις δ' ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας [[ἀχώριστος]] περιγίγνεται muchas veces, al dividirse ellos en equipos para jugar a la pelota, se queda el tal sin sitio</i> (de un [[cobarde]]), X.<i>Lac</i>.9.5.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀχωρίστως]] = [[inseparablemente]] τὸ συνεδρεῦον ἀχωρίστως ἑκάστῳ Phld.<i>Sign</i>.20.39, ἀ. συνεπινοεῖται el Espíritu Santo respecto al Hijo, Gr.Nyss.<i>Diff.Ess</i>.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] 1) ungetrennt, Plat. Rep. VII, 524 d; unzertrennlich, Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] 1) [[ungetrennt]], Plat. Rep. VII, 524 d; [[unzertrennlich]], Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[non séparé]], [[qui n'a pas de place marquée]];<br /><b>2</b> [[inséparable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χωρίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχώριστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не разделенный]] (οὐκ ἀχώριστά γε [[δύο]], ἀλλ᾽ ἕν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[неразделимый]], [[неделимый]] (τόπῳ ἢ διανοίᾳ Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[неотделимый]] (τῶν Ἐπικούρου δογμάτων Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[оставшийся без места]] (ἐν παλαίσματι [[συγγυμναστής]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχώριστος''': -ον, ([[χωρίζω]]) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· [[ἀναπόσπαστος]], [[ἀχώριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. ([[χῶρος]]) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη [[θέσις]] τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ. | |lstext='''ἀχώριστος''': -ον, ([[χωρίζω]]) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· [[ἀναπόσπαστος]], [[ἀχώριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. ([[χῶρος]]) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη [[θέσις]] τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχώριστος:''' -ον ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αχώριστος]], [[αδιαίρετος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[χῶρος]]), αυτός όπου δεν του καθορίστηκε [[κάποιος]] [[χώρος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀχώριστος:''' -ον ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αχώριστος]], [[αδιαίρετος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[χῶρος]]), αυτός όπου δεν του καθορίστηκε [[κάποιος]] [[χώρος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χωρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> not parted, not divided, Plat.<br /><b class="num">II.</b> ([[χῶρος]]) with no [[place]] assigned one, Xen. | |mdlsjtxt=[[χωρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[not parted]], [[not divided]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> ([[χῶρος]]) with no [[place]] assigned one, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 04:58, 28 September 2023
English (LSJ)
ἀχώριστον, (χωρίζω)
A not parted, undivided, Pl.R. 524c; inseparable, Arist.EN1102a30, de An.427a2; ἀρετὴ ἀ. ἡδονῆς Epicur.Fr.506, cf. Ep.3p.64U., Gal.16.521, al. Adv. ἀχωρίστως = inseparably Phld.Sign.20.
II (χῶρος) without a place assigned one, X.Lac. 9.5.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no separado οὐ γὰρ ἂν ἀχώριστά γε δύο ἐνόει, ἀλλ' ἕν pues (el alma) no las concebiría como dos cosas separadas, sino como una Pl.R.524c.
2 inseparable c. gen. ἀχώριστον ... τῆς ἡδονῆς τὴν ἀρετήν Epicur.[1] 138, cf. Ep.[4]132, τὸν δημιουργὸν ... ἀχώριστον ... τῆς ὕλης Chrysipp.Stoic.2.112, σημεῖον ... ἀχώριστον αὐτῆς (παραφροσύνης) Gal.16.521, τὰς ἀρετὰς ἀχωρίστους αὑτῶν Corn.ND 14, τὰ μὲν χωριστὰ σωμάτων, τὰ δὲ ἀχώριστα Porph.Sent.19, ἡ ψυχὴ ... οὔτε σώματος ἀχώριστος Procl.Inst.186, τῶν μυστηρίων IStratonikeia 310.50 (Panamara IV d.C.)
•abs. δύο ἐστιν ἀχώριστα πεφυκότα de las dos partes del alma, Arist.EN 1102a30, ἀ. τὸ κρῖνον Arist.de An.427a2, μνήμη Clem.Ep.M.2A5B, λόγος Plot.2.7.3
•subst. τὸ ἀχώριστον = la parte inseparable τὸ ἀχώριστον τοῦ προσώπου A.D.Synt.254.19, τοῦ νοῦ χωρίζοντος τὰ ἀχώριστα Gr.Naz.M.35.1164A, τὸ χωριστὸν καὶ ἀχώριστον del cuerpo, Plot.2.3.16.
3 que no tiene sitio o lugar πολλάκις δ' ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας ἀχώριστος περιγίγνεται muchas veces, al dividirse ellos en equipos para jugar a la pelota, se queda el tal sin sitio (de un cobarde), X.Lac.9.5.
II adv. ἀχωρίστως = inseparablemente τὸ συνεδρεῦον ἀχωρίστως ἑκάστῳ Phld.Sign.20.39, ἀ. συνεπινοεῖται el Espíritu Santo respecto al Hijo, Gr.Nyss.Diff.Ess.4.
German (Pape)
[Seite 420] 1) ungetrennt, Plat. Rep. VII, 524 d; unzertrennlich, Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non séparé, qui n'a pas de place marquée;
2 inséparable.
Étymologie: ἀ, χωρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀχώριστος:
1 не разделенный (οὐκ ἀχώριστά γε δύο, ἀλλ᾽ ἕν Plat.);
2 неразделимый, неделимый (τόπῳ ἢ διανοίᾳ Arst.);
3 неотделимый (τῶν Ἐπικούρου δογμάτων Plut.);
4 оставшийся без места (ἐν παλαίσματι συγγυμναστής Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχώριστος: -ον, (χωρίζω) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· ἀναπόσπαστος, ἀχώριστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. (χῶρος) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη θέσις τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχώριστος, -ον)
1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος
2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε
αρχ.
εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χωρίζω < χωρίς, ενώ με την αρχαία σημασία «εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση» < α- στερ. + χωρίζω (< χώρα) «φέρω σε κάποια θέση, τόπο»].
Greek Monotonic
ἀχώριστος: -ον (χωρίζω)·
I. αχώριστος, αδιαίρετος, σε Πλάτ.
II. (χῶρος), αυτός όπου δεν του καθορίστηκε κάποιος χώρος, σε Ξεν.
Middle Liddell
χωρίζω
I. not parted, not divided, Plat.
II. (χῶρος) with no place assigned one, Xen.