επικάρσιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικάρσιος]], -α, -ον και -ος, ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]], [[πλάγιος]], που σχηματίζει [[γωνία]], [[ιδίως]] ορθή<br /><b>2.</b> (για ιστιοφόρο σε [[θύελλα]]) πλαγιασμένος, που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη μία [[πλευρά]] ή που έχει την [[πλώρη]] [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και την [[πρύμνη]] ανασηκωμένη<br /><b>3.</b> (για ύφασμα) αυτός που έχει ραβδώσεις, ο [[ραβδωτός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=[[ἐπικάρσιος]], -α, -ον και -ος, ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]], [[πλάγιος]], που σχηματίζει [[γωνία]], [[ιδίως]] ορθή<br /><b>2.</b> (για ιστιοφόρο σε [[θύελλα]]) πλαγιασμένος, που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη μία [[πλευρά]] ή που έχει την [[πλώρη]] [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και την [[πρύμνη]] ανασηκωμένη<br /><b>3.</b> (για ύφασμα) αυτός που έχει ραβδώσεις, ο [[ραβδωτός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ ἐπικάρσια<br />[[πλάγια]] μέρη που σχηματίζουν [[γωνία]] με άλλα που λαμβάνονται ως όρθια («τριήρεας τοῦ μὲν Πόντου έπικαρσίας, τοῦ δέ Ἑλλησπόντου [[κατά]] [[ῥόον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) έπικάρσια<br />[[πλάγια]], [[λοξά]] («ἐπικάρσια δὴ προσπεσοῦμαι», Κωμ. Αδέσπ.). <br /><b>επίρρ.</b>..<br />ἐπικαρσίως (Α)<br />εγκαρσίως, πλαγίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επί <span style="color: red;">+</span> [[κάρσιος]] ([[πρβλ]]. <b>Ησύχ.</b> «κάρσιον<br />πλάγιον») <span style="color: red;"><</span> [[επίθετο]] επίκαρτος, με συριστικοποίηση του -τ- και μετασχηματισμό [[κατά]] τα ονόμ. σε -ιος ([[πρβλ]]. [[αμβρόσιος]] <span style="color: red;"><</span> [[άμβροτος]]). Η λ. [[ἐπικάρσιος]] συνδέεται [[επίσης]] με τα ρ. [[κείρω]], [[επικείρω]] «[[κόβω]]», όπως [[επίσης]] και με λιθ. skeřsas «[[πλάγιος]] [[λοξός]]», αρχ. πρωσ. kirscha «από [[πάνω]]», ρωσ. čerez «μέσω», που ανήκουν στη λεξιλογική [[ομάδα]] της ΙΕ ρίζας (s)qert- «[[κόβω]]», ενώ [[είναι]] λανθασμένη η [[σύνδεση]] με τη [[φράση]] επί [[καρσί]] (πληθ. του επὶ κὰρ «[[πάνω]] στο [[κεφάλι]]»). Τέλος, ο τ. εγ-[[κάρσιος]] —με διαφορετικό [[πρόθημα]]— εμφανίζει το ίδιο δεύτερο συνθετικό με το [[επίθετο]] [[επικάρσιος]], με το οποίο [[άλλωστε]] συνδέεται σημασιολογικά]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:08, 28 September 2023
Greek Monolingual
ἐπικάρσιος, -α, -ον και -ος, ον (Α)
1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή
2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη
3. (για ύφασμα) αυτός που έχει ραβδώσεις, ο ραβδωτός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικάρσια
πλάγια μέρη που σχηματίζουν γωνία με άλλα που λαμβάνονται ως όρθια («τριήρεας τοῦ μὲν Πόντου έπικαρσίας, τοῦ δέ Ἑλλησπόντου κατά ῥόον», Ηρόδ.)
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) έπικάρσια
πλάγια, λοξά («ἐπικάρσια δὴ προσπεσοῦμαι», Κωμ. Αδέσπ.).
επίρρ...
ἐπικαρσίως (Α)
εγκαρσίως, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάρσιος (πρβλ. Ησύχ. «κάρσιον
πλάγιον») < επίθετο επίκαρτος, με συριστικοποίηση του -τ- και μετασχηματισμό κατά τα ονόμ. σε -ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος). Η λ. ἐπικάρσιος συνδέεται επίσης με τα ρ. κείρω, επικείρω «κόβω», όπως επίσης και με λιθ. skeřsas «πλάγιος λοξός», αρχ. πρωσ. kirscha «από πάνω», ρωσ. čerez «μέσω», που ανήκουν στη λεξιλογική ομάδα της ΙΕ ρίζας (s)qert- «κόβω», ενώ είναι λανθασμένη η σύνδεση με τη φράση επί καρσί (πληθ. του επὶ κὰρ «πάνω στο κεφάλι»). Τέλος, ο τ. εγ-κάρσιος —με διαφορετικό πρόθημα— εμφανίζει το ίδιο δεύτερο συνθετικό με το επίθετο επικάρσιος, με το οποίο άλλωστε συνδέεται σημασιολογικά].