ἐκστατικός: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(13_6a) |
mNo edit summary |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekstatikos | |Transliteration C=ekstatikos | ||
|Beta Code=e)kstatiko/s | |Beta Code=e)kstatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκστατική, ἐκστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inclined to depart from]], τοῦ λογισμοῦ [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1145b11; δόξης, opp. <b class="b3">ἐμμενετικὸς δόξῃ</b>, ib.1146a18.<br><span class="bld">2</span> [[excitable]], ἐκστατικὸς διὰ τὸν θυμόν Id.''PA''650b34; [[out of one's senses]], of [[Ajax]], Id.''Pr.''953a 22, cf. Plu.2.2a. Adv. [[ἐκστατικῶς]], ἔχειν Id.''Dio''55.<br><span class="bld">II</span> Act., [[able to displace]] or [[able to remove]], τινός Id.2.951c: abs., ἡ [[ἀλλοίωσις]] ἐ. [[κίνησις]] Plot. 6.3.21; [[causing mental derangement]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.13.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />fil.<br /><b class="num">I</b> de animados<br /><b class="num">1</b> [[que se aparta]], [[que abandona]] c. gen. obj. ἐ. τοῦ λογισμοῦ que se aparta de la razón</i> op. [[ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ]] ‘[[que se atiene a la razón]]’, Arist.<i>EN</i> 1145<sup>b</sup>11, πάσης δόξης ἡ [[ἀκρασία]] ἐκστατικόν (ποιεῖ) la [[incontinencia]] hace (al hombre) [[abandonar]] toda [[opinión]]</i> op. πάσῃ δόξῃ [[ἐμμενετικός]] ‘[[que persevera en toda opinión]]’, Arist.<i>EN</i> 1146<sup>a</sup>18.<br /><b class="num">2</b> [[excitable]] ἐκστατικὰ (ζῷα) διὰ τὸν θυμόν Arist.<i>PA</i> 650<sup>b</sup>34, cf. 651<sup>a</sup>3.<br /><b class="num">3</b> [[excitado]], [[fuera de sí]], [[enloquecido]] de Áyax ἐ. ἐγένετο se volvió loco</i> Arist.<i>Pr</i>.953<sup>a</sup>22, cf. <i>EE</i> 1229<sup>a</sup>25, μειράκιον ἐκστατικὸν ... καὶ παραφρονοῦν Plu.2.2a, cf. Antig.<i>Mir</i>.114, Aret.<i>SA</i> 2.1.4<br /><b class="num">•</b>subst. [[οἱ ἐκστατικοί]] = [[los enloquecidos]] Arist.<i>EN</i> 1151<sup>a</sup>1, <i>Diu.Som</i>.464<sup>a</sup>25.<br /><b class="num">II</b> fact.<br /><b class="num">1</b> [[que provoca cambios o alteraciones]] μεταβολὴ δὲ πᾶσα φύσει ἐκστατικόν y todo cambio es por naturaleza alterador</i> Arist.<i>Ph</i>.222<sup>b</sup>16, ἡ [[ἀλλοίωσις]] ἐκστατική τις οὖσα [[κίνησις]] Plot.6.3.21, ἐκστατικὸν γὰρ ἀμφοῖν ἡ [[κίνησις]] pues el movimiento es causa de alteraciones para ambos (el frío y el calor)</i>, Plu.2.951c.<br /><b class="num">2</b> [[que hace enloquecer]], [[que produce trastorno mental]] γίνονται ... αἱ μὲν ἐκστατικαί unas (raíces) resultan ser enloquecedoras</i> Thphr.<i>HP</i> 9.13.4<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[desequilibrador]] τὸ σοφιστικὸν [[εἶδος]] τῶν λόγων ... ὡς ἐκστατικὸν ὑφ' ἡδονῆς el modo sofista de razonar es un tanto desquiciante por el placer</i> Dam.<i>in Phlb</i>.51.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἐκστατικῶς]] = [[enloquecidamente]] παντάπασιν ἐ. ἔχων estando completamente fuera de sí</i> Plu.<i>Dio</i> 55, cf. 2.588a, ποιούμενοι δὲ τὸν κίνδυνον ἐ. Plb.15.13.6. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; [[κίνησις]] Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῦ λογισμοῦ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ θυμώδη τὸ [[ἦθος]] part. anim. 2, 4; [[μειράκιον]] ἐκστ. καὶ παραφρονοῦν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; [[κίνησις]] Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῦ λογισμοῦ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ θυμώδη τὸ [[ἦθος]] part. anim. 2, 4; [[μειράκιον]] ἐκστ. καὶ παραφρονοῦν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> [[qui fait changer de place]], [[qui dérange de]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui fait sortir de soi ; qui égare l'esprit;<br /><b>II.</b> [[qui est hors de soi]], [[qui a l'esprit égaré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίστημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκστᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[смещающий]] ([[κίνησις]] Plat.; μεταβολὴ [[πᾶσα]] ἐκστατικόν ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[приводящий в восторженное состояние]] (ἡδοναί Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[потерявший самообладание]], [[обезумевший]] (διὰ [[πάθος]] и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὶ παραφρονοῦν Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[легко возбуждающийся]] (ζῷα Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκστᾰτικός''': ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ [[αὐτόθι]] 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε [[έκσταση]], σε θαυμασμό, σε [[θάμβος]], ο [[κατάπληκτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που γίνεται με [[έκσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να απομακρύνεται από [[κάτι]], ο [[άστατος]] (αντίθ. [[εμμενετικός]])<br /><b>2.</b> αυτός που χάνει την [[αυτοκυριαρχία]] του, που γίνεται έξω φρενών, ο [[ευερέθιστος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> ο [[ικανός]] για [[μετατόπιση]] ή [[μετακίνηση]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> αυτός που προκαλεί [[διασάλευση]] φρενών. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη [[θέση]] του, με γεν., σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:43, 17 October 2023
English (LSJ)
ἐκστατική, ἐκστατικόν,
A inclined to depart from, τοῦ λογισμοῦ Arist.EN 1145b11; δόξης, opp. ἐμμενετικὸς δόξῃ, ib.1146a18.
2 excitable, ἐκστατικὸς διὰ τὸν θυμόν Id.PA650b34; out of one's senses, of Ajax, Id.Pr.953a 22, cf. Plu.2.2a. Adv. ἐκστατικῶς, ἔχειν Id.Dio55.
II Act., able to displace or able to remove, τινός Id.2.951c: abs., ἡ ἀλλοίωσις ἐ. κίνησις Plot. 6.3.21; causing mental derangement, Thphr. HP 9.13.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
fil.
I de animados
1 que se aparta, que abandona c. gen. obj. ἐ. τοῦ λογισμοῦ que se aparta de la razón op. ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ ‘que se atiene a la razón’, Arist.EN 1145b11, πάσης δόξης ἡ ἀκρασία ἐκστατικόν (ποιεῖ) la incontinencia hace (al hombre) abandonar toda opinión op. πάσῃ δόξῃ ἐμμενετικός ‘que persevera en toda opinión’, Arist.EN 1146a18.
2 excitable ἐκστατικὰ (ζῷα) διὰ τὸν θυμόν Arist.PA 650b34, cf. 651a3.
3 excitado, fuera de sí, enloquecido de Áyax ἐ. ἐγένετο se volvió loco Arist.Pr.953a22, cf. EE 1229a25, μειράκιον ἐκστατικὸν ... καὶ παραφρονοῦν Plu.2.2a, cf. Antig.Mir.114, Aret.SA 2.1.4
•subst. οἱ ἐκστατικοί = los enloquecidos Arist.EN 1151a1, Diu.Som.464a25.
II fact.
1 que provoca cambios o alteraciones μεταβολὴ δὲ πᾶσα φύσει ἐκστατικόν y todo cambio es por naturaleza alterador Arist.Ph.222b16, ἡ ἀλλοίωσις ἐκστατική τις οὖσα κίνησις Plot.6.3.21, ἐκστατικὸν γὰρ ἀμφοῖν ἡ κίνησις pues el movimiento es causa de alteraciones para ambos (el frío y el calor), Plu.2.951c.
2 que hace enloquecer, que produce trastorno mental γίνονται ... αἱ μὲν ἐκστατικαί unas (raíces) resultan ser enloquecedoras Thphr.HP 9.13.4
•de abstr. desequilibrador τὸ σοφιστικὸν εἶδος τῶν λόγων ... ὡς ἐκστατικὸν ὑφ' ἡδονῆς el modo sofista de razonar es un tanto desquiciante por el placer Dam.in Phlb.51.
III adv. ἐκστατικῶς = enloquecidamente παντάπασιν ἐ. ἔχων estando completamente fuera de sí Plu.Dio 55, cf. 2.588a, ποιούμενοι δὲ τὸν κίνδυνον ἐ. Plb.15.13.6.
German (Pape)
[Seite 779] ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; κίνησις Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῦ λογισμοῦ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ θυμώδη τὸ ἦθος part. anim. 2, 4; μειράκιον ἐκστ. καὶ παραφρονοῦν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. 1 qui fait changer de place, qui dérange de;
2 fig. qui fait sortir de soi ; qui égare l'esprit;
II. qui est hors de soi, qui a l'esprit égaré.
Étymologie: ἐξίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστᾰτικός:
1 смещающий (κίνησις Plat.; μεταβολὴ πᾶσα ἐκστατικόν ἐστιν Arst.);
2 приводящий в восторженное состояние (ἡδοναί Plut.);
3 потерявший самообладание, обезумевший (διὰ πάθος и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὶ παραφρονοῦν Plut.);
4 легко возбуждающийся (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστᾰτικός: ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ αὐτόθι 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς ἑαυτοῦ γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκστατικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος
μσν.
αυτός που γίνεται με έκσταση
αρχ.
1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός)
2. αυτός που χάνει την αυτοκυριαρχία του, που γίνεται έξω φρενών, ο ευερέθιστος
3. ενεργ. ο ικανός για μετατόπιση ή μετακίνηση
4. (μτβ.) αυτός που προκαλεί διασάλευση φρενών.
Greek Monotonic
ἐκστᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη θέση του, με γεν., σε Αριστ.