ἀρραγής: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "===(\w+)===" to "===$1===")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====unbroken===
|trtx====[[unbroken]]===
Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: [[entier]]; Greek: [[αθρυμμάτιστος]]; Ancient Greek: [[ἄθραυστος]], [[ἀρραγής]], [[ἄρρηκτος]], [[ἄκλαστος]], [[ἄθρυπτος]]; Italian: [[intero]]; Latin: [[irruptus]]; Sanskrit: अक्षत
Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: [[entier]]; Greek: [[αθρυμμάτιστος]]; Ancient Greek: [[ἄθραυστος]], [[ἀρραγής]], [[ἄρρηκτος]], [[ἄκλαστος]], [[ἄθρυπτος]]; Italian: [[intero]]; Latin: [[irruptus]]; Sanskrit: अक्षत
}}
}}

Revision as of 13:40, 30 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρᾰγής Medium diacritics: ἀρραγής Low diacritics: αρραγής Capitals: ΑΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: arragḗs Transliteration B: arragēs Transliteration C: arragis Beta Code: a)rragh/s

English (LSJ)

ἀρραγές, (ῥήγνυμι)
A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀρραγές = unbroken surface, Arist.Pr.899b20.
2 that cannot be rent or that cannot be broken, ξύλα Thphr. HP 5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34.
II ἀρραγὲς ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.

Spanish (DGE)

(ἀρρᾰγής) -ές
I 1no roto de concr. y abstr. ὀστέα Hp.VC 12, βάσεις IG 7.3073.103, ἁρμοί IG 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.Tact.13.3, φάλαγξ Arr.Tact.12.4, σίδηρος Plu.Demetr.21, κόρυθες AP 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.D.22.174, κνημῖδες Nonn.D.30.29, cf. Hsch.
subst. τὸ ἀρραγές = superficie no rota Arist.Pr.899b20
fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar S.Fr.736.
2 irrompible de concr. ξύλα Thphr.HP 5.5.6, τείχεα D.P.1006
de abstr. inquebrantable παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία Sardis 18.50 (V d.C.), Stud.Pal.20.227.5 (VI/VII d.C.) διάλυσις SB 7033.73 (V d.C.).
II adv. ἀρραγῶς = sin rotura S.Fr.1024a.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non brisé.
Étymologie: , ῥήγνυμι.

German (Pape)

ές (ῥήγνυμι), nicht zu zerreißen, unzerbrechlich, Theophr.; Plut. σίδηρος Dem. 21; ὄμμα, ein nicht in Tränen ausbrechendes Auge, Soph. frg. 847. – Kompar. ἀρραγέστερος, weniger gebrechlich, sicherer, Alciphr. 2.4.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρᾰγής: неломкий, небьющийся (σίδηρος Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].

Mantoulidis Etymological

(=ἄθραυστος). Ἀπό τό α στερητ. + ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

unbroken

Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: entier; Greek: αθρυμμάτιστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἀρραγής, ἄρρηκτος, ἄκλαστος, ἄθρυπτος; Italian: intero; Latin: irruptus; Sanskrit: अक्षत