προαγωγεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(nl)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proagogeia
|Transliteration C=proagogeia
|Beta Code=proagwgei/a
|Beta Code=proagwgei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pandering, procuring</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>150a</span> (<b class="b3">-ία</b> codd.), <span class="bibl">X. <span class="title">Smp.</span>4.61</span>, <span class="bibl">Aeschin.1.14</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1131a7</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[pandering]], [[procuring]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''150a (<b class="b3">προαγωγία</b> codd.), X. ''Smp.''4.61, Aeschin.1.14, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1131a7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ἡ, das Verführen, Verkuppeln, bes. einer freien Jungfrau oder Frau od. eines freien Knaben zur Unzucht, worauf Todesstrafe in Athen stand, προαγωγείας [[νόμος]], Aesch. 1, 14; διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾑ δὴ [[προαγωγεία]] [[ὄνομα]], Plat. Theaet. 150 a; Xen. Conv. 4, 61. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. p. 332.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ἡ, das [[Verführen]], [[Verkuppeln]], bes. einer freien Jungfrau oder Frau od. eines freien Knaben zur Unzucht, worauf Todesstrafe in Athen stand, προαγωγείας [[νόμος]], Aesch. 1, 14; διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾑ δὴ [[προαγωγεία]] [[ὄνομα]], Plat. Theaet. 150 a; Xen. Conv. 4, 61. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. p. 332.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[prostitution]].<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προαγωγεία -ας, ἡ [προαγωγός] [[het pooier zijn]], [[het hoeren leveren]].
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰγωγεία:''' ἡ [[сводничество]] Plat., Xen., Arst.: προαγωγείας νόμοι Aeschin. закон о (наказании виновных в) сводничестве.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰγωγεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ (ἢ τῆς) προαγωγοῦ, τὸ παρέχειν τινὶ [[πρόσωπον]] πρὸς ἀθεμίτους πράξεις, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, Ξεν. Συμπ. 4. 61, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2. 13· τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἐν Ἀθήναις ὡς [[ἔγκλημα]], Αἰσχίν. 3. 7, Πλουτ. Σόλ. 23· ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 132.
|lstext='''προᾰγωγεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ (ἢ τῆς) προαγωγοῦ, τὸ παρέχειν τινὶ [[πρόσωπον]] πρὸς ἀθεμίτους πράξεις, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, Ξεν. Συμπ. 4. 61, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2. 13· τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἐν Ἀθήναις ὡς [[ἔγκλημα]], Αἰσχίν. 3. 7, Πλουτ. Σόλ. 23· ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 132.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />prostitution.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''προᾰγωγεία:''' ἡ, το [[επάγγελμα]] του προαγωγού ([[προαγωγός]]), [[μαστροπεία]], σε Ξεν., Αισχίν.
|lsmtext='''προᾰγωγεία:''' ἡ, το [[επάγγελμα]] του προαγωγού ([[προαγωγός]]), [[μαστροπεία]], σε Ξεν., Αισχίν.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προαγωγεία -ας, ἡ [προαγωγός] het pooier zijn, het hoeren leveren.
|mdlsjtxt=προᾰγωγεία, ἡ,<br />the [[trade]] of a [[προαγωγός]], pandering, Xen., Aeschin. [from προᾰγωγεύω]
}}
}}

Latest revision as of 16:27, 12 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγεία Medium diacritics: προαγωγεία Low diacritics: προαγωγεία Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΕΙΑ
Transliteration A: proagōgeía Transliteration B: proagōgeia Transliteration C: proagogeia Beta Code: proagwgei/a

English (LSJ)

ἡ, pandering, procuring, Pl.Tht.150a (προαγωγία codd.), X. Smp.4.61, Aeschin.1.14, Arist.EN1131a7.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, das Verführen, Verkuppeln, bes. einer freien Jungfrau oder Frau od. eines freien Knaben zur Unzucht, worauf Todesstrafe in Athen stand, προαγωγείας νόμος, Aesch. 1, 14; διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾑ δὴ προαγωγεία ὄνομα, Plat. Theaet. 150 a; Xen. Conv. 4, 61. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. p. 332.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: προαγωγεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωγεία -ας, ἡ [προαγωγός] het pooier zijn, het hoeren leveren.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγεία:сводничество Plat., Xen., Arst.: προαγωγείας νόμοι Aeschin. закон о (наказании виновных в) сводничестве.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ (ἢ τῆς) προαγωγοῦ, τὸ παρέχειν τινὶ πρόσωπον πρὸς ἀθεμίτους πράξεις, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, Ξεν. Συμπ. 4. 61, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2. 13· τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἐν Ἀθήναις ὡς ἔγκλημα, Αἰσχίν. 3. 7, Πλουτ. Σόλ. 23· ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 132.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προαγωγεύω
1. η ενέργεια του προαγωγεύω, το έργο ή η ενασχόληση του προαγωγού, παρακίνηση σε μαστροπεία, εξώθηση σε πορνεία, ρουφιανιά
2. φρ. «προαγωγείας γραφή»
(αττ. δ.) δημόσια δίκη εναντίον εκείνων που ασκούσαν μαστροπεία και στους οποίους επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές
αρχ.
(με ειδ. σημ.) η με δόλια μέσα εξώθηση ελεύθερης παρθένου ή γυναίκας ή αγοριού σε αθέμιτες ερωτικές πράξεις, για τις οποίες είχαν οριστεί στην Αθήνα βαρύτατες ποινές.

Greek Monotonic

προᾰγωγεία: ἡ, το επάγγελμα του προαγωγού (προαγωγός), μαστροπεία, σε Ξεν., Αισχίν.

Middle Liddell

προᾰγωγεία, ἡ,
the trade of a προαγωγός, pandering, Xen., Aeschin. [from προᾰγωγεύω]