ἀνακαινίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(2)
 
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakainizo
|Transliteration C=anakainizo
|Beta Code=a)nakaini/zw
|Beta Code=a)nakaini/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">renew</b>, τὸν πόλεμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>6</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>37</span>: οἶκον <span class="bibl">Hsch.Mil.4.33</span>; <b class="b2">revive</b> legend, <span class="bibl">Str.2.1.9</span>: metaph., . εἰς μετάνοιαν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>6.6</span>:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης <span class="bibl">Isoc.7.8</span>; ὑποθέσεις <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>111.1</span>.</span>
|Definition=[[renew]], τὸν πόλεμον Plu.''Marc.''6, cf. App.''Mith.''37: οἶκον [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]Mil.4.33; [[revive]] legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν ''Ep.Hebr.''6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.''Nov.''111.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[renovar]] τὸν πόλεμον Plu.<i>Marc</i>.6, App.<i>Mith</i>.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas</i> Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.<i>Nou</i>.111.1<br /><b class="num"></b>en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη [[LXX]] 1<i>Ma</i>.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (<i>sic</i>) <i>MAMA</i> 7.190 (Hadrianópolis).<br /><b class="num">2</b> fig. en lit. crist. [[renovar]] espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν <i>Ep.Hebr</i>.6.6, cf. Herm.<i>Sim</i>.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν <i>Ep.Barn</i>.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.<i>Philopatr</i>.12, Meth.<i>Symp</i>.8.10, 3.9.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] erneuern, [[ἔχθρα]] ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.
}}
{{bailly
|btext=[[renouveler]];<br />[[NT]]: restaurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[καινίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακαινίζω:''' [[возобновлять]] (πόλεμον Plut.; [[ἔχθρα]] ἀνακεκαινισμένη Isocr.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνακαινίζω''': ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀνά]] and a derivative of [[καινός]]; to [[restore]]: [[renew]].
}}
{{Thayer
|txtha=([[καινός]]); to [[renew]], renovate (cf. German auffrischen): τινα εἰς μετάνοιαν so to [[renew]] [[that]] he shall [[repent]], Isocrates Arcop. 3; [[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; [[Plutarch]], Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De [[verb]]. comp. Part iii., p. 10.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνακαινίζω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] και [[πάλι]] καινούργιο [[κάτι]] που πάλιωσε, [[ανανεώνω]], [[επισκευάζω]]<br /><b>2.</b> (για ναούς) [[ανοικοδομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταρρυθμίζω]] [[προς]] το καλύτερο, [[βελτιώνω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] να αναβιώσει, [[αναζωπυρώνω]], [[ξαναζωντανεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> <span style="color: red;">+</span> [[καινίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακαίνιση]] (-<i>ις</i>), [[ανακαινισμός]], [[ανακαινιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακαινιστικός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακαινίζω:''' μέλ. -σω = [[ἀνακαινόω]], σε Πλούτ.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢nakain⋯zw 安那-開你索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向上-新(化) 相當於: ([[חָדַשׁ]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':重建,更新,重新;由([[ἀνά]])*=上,回復)與([[καινός]])*=新)組成<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 重新(1) 來6:6
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀνανεώνω]]). Ἀπό τό ἀνά + [[καινός]] (=[[καινούριος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀνακαίνισις]], [[ἀνακαινισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 15 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαινίζω Medium diacritics: ἀνακαινίζω Low diacritics: ανακαινίζω Capitals: ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: anakainízō Transliteration B: anakainizō Transliteration C: anakainizo Beta Code: a)nakaini/zw

English (LSJ)

renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.

Spanish (DGE)

1 renovar τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, App.Mith.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.Nou.111.1
en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη LXX 1Ma.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (sic) MAMA 7.190 (Hadrianópolis).
2 fig. en lit. crist. renovar espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6, cf. Herm.Sim.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν Ep.Barn.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.Philopatr.12, Meth.Symp.8.10, 3.9.

German (Pape)

[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.

French (Bailly abrégé)

renouveler;
NT: restaurer.
Étymologie: ἀνά, καινίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαινίζω: возобновлять (πόλεμον Plut.; ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.

English (Strong)

from ἀνά and a derivative of καινός; to restore: renew.

English (Thayer)

(καινός); to renew, renovate (cf. German auffrischen): τινα εἰς μετάνοιαν so to renew that he shall repent, Isocrates Arcop. 3; Philo, leg. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; Plutarch, Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 10.

Greek Monolingual

ἀνακαινίζω)
μσν.- νεοελλ.
1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω
2. (για ναούς) ανοικοδομώ
νεοελλ.
μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + καινίζω.
ΠΑΡ. ανακαίνιση (-ις), ανακαινισμός, ανακαινιστής
νεοελλ.
ανακαινιστικός].

Greek Monotonic

ἀνακαινίζω: μέλ. -σω = ἀνακαινόω, σε Πλούτ.

Chinese

原文音譯:¢nakain⋯zw 安那-開你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-新(化) 相當於: (חָדַשׁ‎)
字義溯源:重建,更新,重新;由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 重新(1) 來6:6

Mantoulidis Etymological

(=ἀνανεώνω). Ἀπό τό ἀνά + καινός (=καινούριος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνακαίνισις, ἀνακαινισμός.