εὐετηρία: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (LSJ1 replacement) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evetiria | |Transliteration C=evetiria | ||
|Beta Code=eu)ethri/a | |Beta Code=eu)ethri/a | ||
|Definition=ἡ, ([[ἔτος]])<br><span class="bld">A</span> [[a good season]] (for the fruits of the earth), X. ''HG''5.2.4, etc.: in plural, <b class="b3">ἐν ταῖς εὐ.</b> Arist.''GA''760b3.<br><span class="bld">2</span> [[thriving]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 188a; of cattle, Arist.''HA''574a14, al.<br><span class="bld">3</span> generally, [[prosperity]], [[plenty]], <b class="b3">ἡ ἐκτὸς εὐ.</b> Id.''EN''1098b26, cf. 1155a8, ''Pol.''1306b11, ''SIG'' 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, [[Εὐ]]. ''IG''12(2).262 (Mytil.), ''Ath.Mitt.''37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, ''IG''22.1607.6. | |Definition=ἡ, ([[ἔτος]])<br><span class="bld">A</span> [[a good season]] (for the fruits of the earth), X. ''HG''5.2.4, etc.: in plural, <b class="b3">ἐν ταῖς εὐ.</b> Arist.''GA''760b3.<br><span class="bld">2</span> [[thriving]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 188a; of cattle, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''574a14, al.<br><span class="bld">3</span> generally, [[prosperity]], [[plenty]], <b class="b3">ἡ ἐκτὸς εὐ.</b> Id.''EN''1098b26, cf. 1155a8, ''Pol.''1306b11, ''SIG'' 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, [[Εὐ]]. ''IG''12(2).262 (Mytil.), ''Ath.Mitt.''37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, ''IG''22.1607.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:49, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἔτος)
A a good season (for the fruits of the earth), X. HG5.2.4, etc.: in plural, ἐν ταῖς εὐ. Arist.GA760b3.
2 thriving, Pl.Smp. 188a; of cattle, Arist.HA574a14, al.
3 generally, prosperity, plenty, ἡ ἐκτὸς εὐ. Id.EN1098b26, cf. 1155a8, Pol.1306b11, SIG 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, Εὐ. IG12(2).262 (Mytil.), Ath.Mitt.37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, IG22.1607.6.
German (Pape)
[Seite 1066] ἡ, ein gesegnetes Jahr, Fruchtbarkeit, Plat. Conv. 188 a; ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἦν εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει Xen. Hell. 5, 2, 4; Folgde, wie Arist. H. A. 8, 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne année, année de production abondante.
Étymologie: εὖ, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
εὐετηρία: ἡ счастливый год, благоденствие, процветание, изобилие, хороший урожай Xen., Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐετηρία: ἡ, (ἔτος) καλὸν ἔτος, «καλὴ χρονιὰ» (διὰ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς), ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει Ξεν. Ἑλλ. 5.2, 4, Πλάτ. Συμπ. 188Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς εὐετηρίαις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 20· ἐπὶ προβάτων, τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας εἶναι τοῖς προβάτοις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 7, κ. ἀλλ. 2)καθόλου, εὐτυχία, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 1. 8, 6., 8. 1, 1, Πολιτικ. 5. 6, 17, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὐετηρία, ἡ (Α)
1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν.
β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας εἶναι τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι είναι απόδειξη ακμαιότητας τών προβάτων, Αριστοτ.)
2. (γενικά) ευτυχία, αφθονία, προκοπή
3. (προσωποποιημένο) Εὐετηρία
όνομα θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ετηρία (< έτος), πρβλ. δεκαετηρία, δυσετηρία].
Greek Monotonic
εὐετηρία: ἡ (ἔτος), καλή εποχή, καλή χρονιά, καρποφορία (με αναφορά στους καρπούς της γης), σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐ-ετηρία, ἡ, ἔτος
goodness of season, a good season (for the fruits of the earth), Xen., etc.