προσίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosizo
|Transliteration C=prosizo
|Beta Code=prosi/zw
|Beta Code=prosi/zw
|Definition=c. acc.,<br><span class="bld">A</span> [[come and sit near]], [[πάγον]], of suppliants, A.''Supp.''189; Ἄρτεμιν E.''Hec.''935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 564d; [[settle]], ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.''HA''596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.10.3; [[adhere to]], Dsc.5.95.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[cleave to]], μελέτημα π. τινί E.''Fr.''910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.''Vict.''1.6; <b class="b3">ἡ προσίζουσα αἰτίη</b> the [[inherent]] cause, Aret.''SD''1.7.
|Definition=c. acc.,<br><span class="bld">A</span> [[come and sit near]], [[πάγον]], of suppliants, A.''Supp.''189; Ἄρτεμιν E.''Hec.''935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 564d; [[settle]], ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.10.3; [[adhere to]], Dsc.5.95.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[cleave to]], μελέτημα π. τινί E.''Fr.''910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.''Vict.''1.6; <b class="b3">ἡ προσίζουσα αἰτίη</b> the [[inherent]] cause, Aret.''SD''1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:00, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσίζω Medium diacritics: προσίζω Low diacritics: προσίζω Capitals: ΠΡΟΣΙΖΩ
Transliteration A: prosízō Transliteration B: prosizō Transliteration C: prosizo Beta Code: prosi/zw

English (LSJ)

c. acc.,
A come and sit near, πάγον, of suppliants, A.Supp.189; Ἄρτεμιν E.Hec.935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα Pl.R. 564d; settle, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν Thphr. CP 5.10.3; adhere to, Dsc.5.95.
2 metaph., cleave to, μελέτημα π. τινί E.Fr.910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.Vict.1.6; ἡ προσίζουσα αἰτίη the inherent cause, Aret.SD1.7.

German (Pape)

[Seite 766] (s. ἵζω), dabei sitzen, übh. = προσιζάνω; πάγον, am Hügel, Aesch. Suppl. 186; σεμνὰν προσίζουσ' Ἄρτεμιν, Eur. Hec. 935; περὶ τὰ βήματα προσῖζον, Plat. Rep. VIII, 564 c; Sp., wie Theophr.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis près de, se tenir auprès de, acc..
Étymologie: πρός, ἵζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ίζω naast... gaan zitten, bij... zitten, met dat.:; οὐδὲ ῥανίδ’... δρόσου τῷ σῷ προσίζειν ἀνδρὶ... ἐᾶις je laat nog geen dauwdruppel op je man zitten Eur. Andr. 228; met acc. (als smekeling) bij... gaan zitten, smeken. overdr. zich verbinden met, met πρός + acc. of met dat.. Hp.

Russian (Dvoretsky)

προσίζω: садиться или сидеть возле (τόνδε πάγον Aesch.; σεμνὰν Ἄρτεμιν Eur.; πρός τι Arst.): περὶ τὰ βήματα π. Plat. сидеть вокруг ораторских трибун.

Greek (Liddell-Scott)

προσίζω: μέλλ. -ιζήσω, προσκαθέζομαι, καθέζομαι πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., ἔρχομαι καὶ κάθημαι πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. καθίζω ἐν τέλ.)· ὡσαύτως, πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· πρός τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων μελέτημα προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.

Greek Monolingual

Α
1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.)
2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι
4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είμαι συμφυής («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η συμφυής, η έμφυτη αιτία, Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].

Greek Monotonic

προσίζω: μέλ. -ιζήσω, κάθομαι δίπλα, με αιτ., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -ιζήσω
to sit by, c. acc., Eur.