σύνολος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(40)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synolos
|Transliteration C=synolos
|Beta Code=su/nolos
|Beta Code=su/nolos
|Definition=ον, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1037a32</span>; also η, ον ib.<span class="bibl">26</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>299d</span>:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">all together</b>, ll. cc., <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1420.11</span> (ii A.D.); συνόλη ἡ κώμη <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span> 54.23</span> (iv A.D.); <b class="b3">τὸ σῶμα τὸ σ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>491a28</span>, etc.; <b class="b3">ἡ σ. οὐσία</b> the <b class="b2">complete</b> substance, i.e. the <b class="b3">εἶδος</b> with the <b class="b3">ὕλη</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>1037a32</span>; <b class="b3">τὸ σ</b>. in this sense, ib.<span class="bibl">995b35</span>, <span class="bibl">1060b24</span>; but <b class="b3">τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων</b> (viz. <b class="b3">σῶμα</b> and <b class="b3">εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον</b>) <b class="b3"> συντιθέμενον</b> the <b class="b2">whole</b> composed of these (here genus and differentia), <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>130a12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ σ</b>. as Adv., <b class="b2">on the whole, in general</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>220b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>654b</span>, D.61. 21, <span class="bibl">Philem.2</span>, <span class="bibl">Sor.2.16</span>, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.3.3</span>; after a neg., <b class="b2">at all, whatsoever</b>, <b class="b3">μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ</b>. <span class="title">IG</span>12.6.43; <b class="b3">οὐδὲν τὸ σ</b>. <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>32b15</span> (iii A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.76.18</span> (iv A.D.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> regul. Adv. -λως <span class="bibl">Isoc.12.217</span>, <span class="bibl">Ph.1.228</span>, <span class="bibl">Ath.1.31b</span>.</span>
|Definition=σύνολον, [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1037a32; also η, ον ib.26, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 299d:—<br><span class="bld">A</span> [[all together]], ll. cc., ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1420.11 (ii A.D.); συνόλη ἡ [[κώμη]] ''PGen.'' 54.23 (iv A.D.); <b class="b3">τὸ σῶμα τὸ σ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''491a28, etc.; <b class="b3">ἡ σ. οὐσία</b> the [[complete]] substance, i.e. the [[εἶδος]] with the [[ὕλη]], Id.''Metaph.''1037a32; <b class="b3">τὸ σ.</b> in this sense, ib.995b35, 1060b24; but <b class="b3">τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων</b> (viz. [[σῶμα]] and <b class="b3">εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον</b>) <b class="b3"> συντιθέμενον</b> the [[whole]] composed of these (here genus and differentia), Id.''Top.''130a12.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ σ.</b> as adverb, [[on the whole]], [[in general]], Pl.''Sph.''220b, ''Lg.''654b, D.61. 21, Philem.2, Sor.2.16, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.3.3; after a neg., [[at all]], [[whatsoever]], <b class="b3">μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ.</b> ''IG''12.6.43; <b class="b3">οὐδὲν τὸ σ.</b> ''PFlor.''32b15 (iii A.D.), cf. ''PGrenf.''2.76.18 (iv A.D.), etc.<br><span class="bld">2</span> regul. Adv. [[συνόλως]] Isoc.12.217, Ph.1.228, Ath.1.31b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1030.png Seite 1030]] ganz und zusammen; τῆς περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης, Plat. Polit. 299 d; τὸ σύνολον, das Ganze zusammen, Soph. 220 b. – Adv. συνόλως, überhaupt, durchaus, Sp., wie Luc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1030.png Seite 1030]] ganz und zusammen; τῆς περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης, Plat. Polit. 299 d; τὸ σύνολον, das Ganze zusammen, Soph. 220 b. – Adv. συνόλως, überhaupt, durchaus, Sp., wie Luc.
}}
{{ls
|lstext='''σύνολος''': -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· [[ὡσαύτως]] η, ον [[αὐτόθι]] 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― [[ὅλος]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ [[σῶμα]] τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. [[οὐσία]] ἢ τὸ σύνολον, «[[λέγω]] δὲ τὸ σύνολον [[ὅταν]] κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον [[ἄμφω]] [[ταῦτα]];» 52. 11· «[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. [[συνόλως]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />tout ensemble, entier, complet ; <i>adv.</i> • τὸ σύνολον en général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὅλος]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />tout ensemble, entier, complet ; <i>adv.</i> • τὸ σύνολον en général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὅλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύνολος -ον &#91;[[σύν]], [[ὅλος]]] ook f. -όλη geheel en al:; συνόλη... σκευουργία de vervaardiging van huisraad in alle onderdelen Plat. Plt. 299d; adv. n. τὸ σύνολον over het geheel genomen; adv. συνόλως compleet.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνολος:''' и 3 взятый целиком и полностью, цельный, совокупный, полный Plat., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α [[ὅλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, [[ολόκληρος]], [[ολικός]] («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) <i>τὸ σύνολον</i><br />συνολικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[σύνολος]] [[οὐσία]]» ή, [[απλώς]], «τὸ σύνολον» — η ύλη, η [[μορφή]] και το [[σχήμα]] ενός αντικειμένου («[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν<br />τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας<br />τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνόλως]] Α<br />εντελώς, [[τελείως]], [[ολότελα]], πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.
|mltxt=-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α [[ὅλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, [[ολόκληρος]], [[ολικός]] («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῦν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) <i>τὸ σύνολον</i><br />συνολικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[σύνολος]] [[οὐσία]]» ή, [[απλώς]], «τὸ σύνολον» — η ύλη, η [[μορφή]] και το [[σχήμα]] ενός αντικειμένου («[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν<br />τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας<br />τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνόλως]] Α<br />εντελώς, [[τελείως]], [[ολότελα]], πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύνολος:''' -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> όλος μαζί, [[συνολικός]], [[σύσσωμος]], [[σύμπας]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ σύνολον</i> ως επίρρ., συνολικά, [[συλλήβδην]], γενικά, εν γένει, στον ίδ. κ.λπ.· ομαλ. επίρρ. [[συνόλως]], σε Ισοκρ.
}}
{{ls
|lstext='''σύνολος''': -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· [[ὡσαύτως]] η, ον [[αὐτόθι]] 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― [[ὅλος]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ [[σῶμα]] τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. [[οὐσία]] ἢ τὸ σύνολον, «[[λέγω]] δὲ τὸ σύνολον [[ὅταν]] κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον [[ἄμφω]] [[ταῦτα]];» 52. 11· «[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. [[συνόλως]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύνολος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> all [[together]], Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> τὸ σύνολον, as adv. on the [[whole]], in [[general]], [[altogether]], Plat., etc.:—reg. adv. [[συνόλως]], Isocr.
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνολος Medium diacritics: σύνολος Low diacritics: σύνολος Capitals: ΣΥΝΟΛΟΣ
Transliteration A: sýnolos Transliteration B: synolos Transliteration C: synolos Beta Code: su/nolos

English (LSJ)

σύνολον, Arist.Metaph.1037a32; also η, ον ib.26, Pl.Plt. 299d:—
A all together, ll. cc., POxy.1420.11 (ii A.D.); συνόλη ἡ κώμη PGen. 54.23 (iv A.D.); τὸ σῶμα τὸ σ. Arist.HA491a28, etc.; ἡ σ. οὐσία the complete substance, i.e. the εἶδος with the ὕλη, Id.Metaph.1037a32; τὸ σ. in this sense, ib.995b35, 1060b24; but τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων (viz. σῶμα and εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον) συντιθέμενον the whole composed of these (here genus and differentia), Id.Top.130a12.
II τὸ σ. as adverb, on the whole, in general, Pl.Sph.220b, Lg.654b, D.61. 21, Philem.2, Sor.2.16, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Thphr. CP 2.3.3; after a neg., at all, whatsoever, μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ. IG12.6.43; οὐδὲν τὸ σ. PFlor.32b15 (iii A.D.), cf. PGrenf.2.76.18 (iv A.D.), etc.
2 regul. Adv. συνόλως Isoc.12.217, Ph.1.228, Ath.1.31b.

German (Pape)

[Seite 1030] ganz und zusammen; τῆς περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης, Plat. Polit. 299 d; τὸ σύνολον, das Ganze zusammen, Soph. 220 b. – Adv. συνόλως, überhaupt, durchaus, Sp., wie Luc.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
tout ensemble, entier, complet ; adv. • τὸ σύνολον en général.
Étymologie: σύν, ὅλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνολος -ον [σύν, ὅλος] ook f. -όλη geheel en al:; συνόλη... σκευουργία de vervaardiging van huisraad in alle onderdelen Plat. Plt. 299d; adv. n. τὸ σύνολον over het geheel genomen; adv. συνόλως compleet.

Russian (Dvoretsky)

σύνολος: и 3 взятый целиком и полностью, цельный, совокупный, полный Plat., Arst.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α ὅλος
1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῦν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.)
2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) τὸ σύνολον
συνολικά
3. φρ. «ἡ σύνολος οὐσία» ή, απλώς, «τὸ σύνολον» — η ύλη, η μορφή και το σχήμα ενός αντικειμένου («λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν
τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας
τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», Αριστοτ.).
επίρρ...
συνόλως Α
εντελώς, τελείως, ολότελα, πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.

Greek Monotonic

σύνολος: -ον και -η, -ον,
I. όλος μαζί, συνολικός, σύσσωμος, σύμπας, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. τὸ σύνολον ως επίρρ., συνολικά, συλλήβδην, γενικά, εν γένει, στον ίδ. κ.λπ.· ομαλ. επίρρ. συνόλως, σε Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνολος: -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· ὡσαύτως η, ον αὐτόθι 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― ὅλος ὁμοῦ, Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ σῶμα τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. οὐσία ἢ τὸ σύνολον, «λέγω δὲ τὸ σύνολον ὅταν κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον ἄμφω ταῦτα;» 52. 11· «λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. συνόλως ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β.

Middle Liddell

σύνολος, ον,
I. all together, Plat., etc.
II. τὸ σύνολον, as adv. on the whole, in general, altogether, Plat., etc.:—reg. adv. συνόλως, Isocr.