ἐπιχειλής: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epicheilis | |Transliteration C=epicheilis | ||
|Beta Code=e)pixeilh/s | |Beta Code=e)pixeilh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιχειλές, ([[χεῖλος]])<br><span class="bld">A</span> [[on]] or [[at the lips]], <b class="b3">γλῶσσα ἐ.</b> a [[ready]], [[chattering]] tongue, Poll.6.120.<br><span class="bld">II</span> [[full up to the rim]] (i.e. not quite full, as the rim was deep), of Themistocles, ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''814.<br><span class="bld">2</span> later, [[brim-full]], πίθος ἐ. τῶν ἀγαθῶν Them.''Or.''13.174d, cf.8.115a: metaph., πλήρεις καὶ ἐ. ἁμαρτίαι Ph.1.517.<br><span class="bld">III</span> [[with the lips drawn in]], like old people, Alciphr. 3.55. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ές, 1) bis an den Rand, nach Poll. 2, 89 | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ές, 1) bis an den Rand, nach Poll. 2, 89 <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἰσοχειλής]] u. [[ὑπερχειλής]], nicht ganz voll; aber bei Ar. Equ. 811, ἐποίησε τὴν πόλιν ἐπιχειλῆ, liegt nach Schol. auch eine Anspielung auf die Mauern, den Rand der Stadt darin; bei Sp. übervoll, übersprudelnd, Themist. – 21 τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]], mit eingezogenen Lippen, Alciphr. 3, 55. – 3) auf den Lippen, ῥήματα, gemeine Ausdrücke, die auf Aller Lippen sind, [[γλῶσσα]], voreilige, geschwätzige Zunge, Poll. 6, 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui vient jusqu'aux lèvres, jusqu'au bord (d'un vase), plein jusqu'au bord ; qui déborde de, gén.;<br /><b>2</b> [[qui a les lèvres pendantes]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χεῖλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιχειλής:''' [[полный до краев]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχειλής''': -ές, ([[χεῖλος]]) ὁ ἐπὶ τῶν χειλέων ἢ παρὰ τὰ χείλη, γλῶσα [[ἐπιχειλής]], [[λάλος]], Πολυδ. ς΄, 120. ΙΙ. [[πλήρης]] [[μέχρι]] χειλέων (πρβλ. [[ὑπερχειλής]]), περὶ τοῦ Θεμιστοκλέους, ἐποίησε τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 814· [[πίθος]] ἐπ. τῶν ἀγαθῶν Θεμίστ. 174D, πρβλ. 115Α. ΙΙΙ. ἔχων τὰ χείλη πρὸς τὰ ἔσω ὡς οἱ γέροντες, Ἀλκίφρ. 3. 55. | |lstext='''ἐπιχειλής''': -ές, ([[χεῖλος]]) ὁ ἐπὶ τῶν χειλέων ἢ παρὰ τὰ χείλη, γλῶσα [[ἐπιχειλής]], [[λάλος]], Πολυδ. ς΄, 120. ΙΙ. [[πλήρης]] [[μέχρι]] χειλέων (πρβλ. [[ὑπερχειλής]]), περὶ τοῦ Θεμιστοκλέους, ἐποίησε τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 814· [[πίθος]] ἐπ. τῶν ἀγαθῶν Θεμίστ. 174D, πρβλ. 115Α. ΙΙΙ. ἔχων τὰ χείλη πρὸς τὰ ἔσω ὡς οἱ γέροντες, Ἀλκίφρ. 3. 55. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν | |mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν ῥῖνα [[ἐπικαμπής]], τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]]» — με κάμπουρωτή [[μύτη]], με χείλη τραβηγμένα [[προς]] τα [[μέσα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[λεπτοχειλής]], [[αμβλυχειλής]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιχειλής:''' -ές ([[χεῖλος]]), [[ξέχειλος]] έως πάνω, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐπιχειλής:''' -ές ([[χεῖλος]]), [[ξέχειλος]] έως πάνω, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 14:23, 6 February 2024
English (LSJ)
ἐπιχειλές, (χεῖλος)
A on or at the lips, γλῶσσα ἐ. a ready, chattering tongue, Poll.6.120.
II full up to the rim (i.e. not quite full, as the rim was deep), of Themistocles, ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ar.Eq.814.
2 later, brim-full, πίθος ἐ. τῶν ἀγαθῶν Them.Or.13.174d, cf.8.115a: metaph., πλήρεις καὶ ἐ. ἁμαρτίαι Ph.1.517.
III with the lips drawn in, like old people, Alciphr. 3.55.
German (Pape)
[Seite 1003] ές, 1) bis an den Rand, nach Poll. 2, 89 Gegensatz von ἰσοχειλής u. ὑπερχειλής, nicht ganz voll; aber bei Ar. Equ. 811, ἐποίησε τὴν πόλιν ἐπιχειλῆ, liegt nach Schol. auch eine Anspielung auf die Mauern, den Rand der Stadt darin; bei Sp. übervoll, übersprudelnd, Themist. – 21 τὸ στόμα ἐπιχειλής, mit eingezogenen Lippen, Alciphr. 3, 55. – 3) auf den Lippen, ῥήματα, gemeine Ausdrücke, die auf Aller Lippen sind, γλῶσσα, voreilige, geschwätzige Zunge, Poll. 6, 120.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui vient jusqu'aux lèvres, jusqu'au bord (d'un vase), plein jusqu'au bord ; qui déborde de, gén.;
2 qui a les lèvres pendantes.
Étymologie: ἐπί, χεῖλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχειλής: полный до краев Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχειλής: -ές, (χεῖλος) ὁ ἐπὶ τῶν χειλέων ἢ παρὰ τὰ χείλη, γλῶσα ἐπιχειλής, λάλος, Πολυδ. ς΄, 120. ΙΙ. πλήρης μέχρι χειλέων (πρβλ. ὑπερχειλής), περὶ τοῦ Θεμιστοκλέους, ἐποίησε τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 814· πίθος ἐπ. τῶν ἀγαθῶν Θεμίστ. 174D, πρβλ. 115Α. ΙΙΙ. ἔχων τὰ χείλη πρὸς τὰ ἔσω ὡς οἱ γέροντες, Ἀλκίφρ. 3. 55.
Greek Monolingual
ἐπιχειλής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη
2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη
3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος
4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῖνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» — με κάμπουρωτή μύτη, με χείλη τραβηγμένα προς τα μέσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειλής (< χείλος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. λεπτοχειλής, αμβλυχειλής)].
Greek Monotonic
ἐπιχειλής: -ές (χεῖλος), ξέχειλος έως πάνω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐπι-χειλής, ές χεῖλος
full to the brim, brim-full, Ar.