ἐπιρρέζω: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρέζω]] (Α) [[ρέζω]]<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[θυσία]] για [[κάτι]] («βωμὸς δ’ [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] [[κατόπιν]] ή [[επιπλέον]].
|mltxt=[[ἐπιρρέζω]] (Α) [[ρέζω]]<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[θυσία]] για [[κάτι]] («βωμὸς δ’ [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] [[κατόπιν]] ή [[επιπλέον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:23, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρέζω Medium diacritics: ἐπιρρέζω Low diacritics: επιρρέζω Capitals: ΕΠΙΡΡΕΖΩ
Transliteration A: epirrézō Transliteration B: epirrezō Transliteration C: epirrezo Beta Code: e)pirre/zw

English (LSJ)

A offer sacrifices at a place, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ion. impf.) Od.17.211.
2. sacrifice afterwards or besides, Ζηνὶ χοῖρον Theoc.24.99, cf.AP6.157 (Theodorid.); ὄϊν GDI3639a5 (Cos): abs., IG12(1).677.29 (Ialysus).

French (Bailly abrégé)

faire un sacrifice sur (un autel).
Étymologie: ἐπί, ῥέζω.

German (Pape)

(ῥέζω), dabei, darauf opfern; ἐπιρρέζεσκον Od. 17.211; Ζηνὶ δ' ἐπιρρέξαι χοῖρον Theocr. 24.97; Theodorid. 4 (VI.157).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρέζω:
1 (на чем-л.) совершать жертвоприношение: βωμὸς ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται Hom. алтарь, на котором все путники приносили жертвы;
2 (вслед за чем-л.) приносить в жертву (Ζηνὶ χοῖρον Theocr.; ἄρνας τινί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρέζω: προσφέρω θυσίας ἐπάνω εἴς τι, βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ἰων. παρατ.) Ὀδ. Ρ. 211. 2) θυσιάζω μετὰ ταῦταπροσέτι, Ζηνὶ δ’ ἐπιρρέξαι... ἄρσενα χοῖρον Θεόκρ. 24. 97, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 157.

English (Autenrieth)

(ϝρέζω): only ipf. iter., επιρρέζεσκον, were wont to do sacrifice, Od. 17.211†.

Greek Monolingual

ἐπιρρέζω (Α) ρέζω
1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον.

Greek Monotonic

ἐπιρρέζω: Επικ. παρατ. -ρέζεσκον·
1. προσφέρω θυσίες επάνω σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
2. θυσιάζω εκτός αυτού, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

epic imperf. -ρέζεσκον
1. to offer sacrifices at a place, Od.
2. to sacrifice besides, Theocr.