άκρατος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκρατος]], -ον) (Ν και ακράτος)<br /><b>1.</b> (συνήθ. για υγρά και κυρ. το [[κρασί]]) [[αμιγής]], [[ανόθευτος]], [[αγνός]], [[ανέρωτος]] (στα αρχ. και [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]], ως ουσ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) [[ακραιφνής]], [[απόλυτος]], [[γνήσιος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) [[πραγματικός]], [[αληθινός]], ατόφιος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[καθαρός]], [[σκέτος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους ή συναισθήματα) [[υπερβολικός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄκρατον</i>, [[καθαρότητα]], [[έλλειψη]] νοθείας, [[αγνότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἄκρητοι σπονδαί</i>», σπονδές από άκρατο οίνο<br />«<i>οῑνος [[πάνυ]] [[ἄκρατος]]», πολύ δυνατό [[κρασί]]<br /><b>5.</b> (<b>συγκρ. β.</b>) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (<b>υπερθ. β.</b>) ἀκρατέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρασία]], <i>ἀκρατίζω</i> ή [[ἀκρατίζομαι]], [[ἀκρατότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκρατοκώδων</i>, [[ἀκρατοπηγόβρυτος]], [[ἀκρατοπότης]], [[ἀκρατοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρατοθέρμες</i>, <i>ακρατοπηγές</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκρατος]], -ον) (Ν και ακράτος)<br /><b>1.</b> (συνήθ. για υγρά και κυρ. το [[κρασί]]) [[αμιγής]], [[ανόθευτος]], [[αγνός]], [[ανέρωτος]] (στα αρχ. και [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]], ως ουσ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) [[ακραιφνής]], [[απόλυτος]], [[γνήσιος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) [[πραγματικός]], [[αληθινός]], ατόφιος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[καθαρός]], [[σκέτος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους ή συναισθήματα) [[υπερβολικός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄκρατον</i>, [[καθαρότητα]], [[έλλειψη]] νοθείας, [[αγνότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἄκρητοι σπονδαί</i>», σπονδές από άκρατο οίνο<br />«<i>οῖνος [[πάνυ]] [[ἄκρατος]]», πολύ δυνατό [[κρασί]]<br /><b>5.</b> (<b>συγκρ. β.</b>) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (<b>υπερθ. β.</b>) ἀκρατέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρασία]], <i>ἀκρατίζω</i> ή [[ἀκρατίζομαι]], [[ἀκρατότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκρατοκώδων</i>, [[ἀκρατοπηγόβρυτος]], [[ἀκρατοπότης]], [[ἀκρατοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρατοθέρμες</i>, <i>ακρατοπηγές</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκρατος, -ον) (Ν και ακράτος)
1. (συνήθ. για υγρά και κυρ. το κρασί) αμιγής, ανόθευτος, αγνός, ανέρωτος (στα αρχ. και χωρίς τη λ. οἶνος, ως ουσ.)
2. (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) ακραιφνής, απόλυτος, γνήσιος
3. (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) πραγματικός, αληθινός, ατόφιος
αρχ.
1. (για πράγματα) καθαρός, σκέτος
2. (για ανθρώπους ή συναισθήματα) υπερβολικός, βίαιος, ορμητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκρατον, καθαρότητα, έλλειψη νοθείας, αγνότητα
4. φρ. «ἄκρητοι σπονδαί», σπονδές από άκρατο οίνο
«οῖνος πάνυ ἄκρατος», πολύ δυνατό κρασί
5. (συγκρ. β.) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (υπερθ. β.) ἀκρατέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -κρατὸς < κεράννυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρασία, ἀκρατίζω ή ἀκρατίζομαι, ἀκρατότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατοκώδων, ἀκρατοπηγόβρυτος, ἀκρατοπότης, ἀκρατοφόρος
νεοελλ.
ακρατοθέρμες, ακρατοπηγές].