κεγχρίτης: Difference between revisions
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεγχρίτης]], ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, -ίτιδος (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με σπόρο κεχριού<br /><b>2.</b> το [[φίδι]] [[κεγχρίας]]<br /><b>3.</b> το [[πτηνό]] [[κεγχρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] λίθου, του οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με [[κεχρί]] [[κατά]] την [[τριβή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=[[κεγχρίτης]], ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, -ίτιδος (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με σπόρο κεχριού<br /><b>2.</b> το [[φίδι]] [[κεγχρίας]]<br /><b>3.</b> το [[πτηνό]] [[κεγχρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] λίθου, του οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με [[κεχρί]] [[κατά]] την [[τριβή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κεγχρῖτις [[ἰσχάς]]» — [[σύκο]] [[ξερό]] με πολλούς σπόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[γαλακτίτης]], [[νεφρίτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
English (LSJ)
Aët.13.27:κεγχρίτης [ῑ], ου, ὁ,
A like millet,
1 = κεγχρίας ΙΙ (q.v.).
2 a kind of stone, Plin.HN37.188.
3 a bird, Dionys.Av.3.23.
II fem. κεγχρῖτις, ἡ κεγχρῖτις ἰσχάς a dried fig (from its number of grains), AP6.231 (Phil.).
2 a fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.19.2.
German (Pape)
[Seite 1410] λίθος, ὁ, ein Stein mit hirseähnlichen Körnern, Plin. H. N. 37, 11, 73.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρίτης: ῑ, ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κέγχρον, 1. = κεγχρίας ΙΙ, ὃ ἴδε. 2) εἶδος λίθου, οὕτινος τιβομένου οἱ κόκκοι ὁμοιάζουσι πρὸς κέγχρον, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. θηλ. κεγχρῖτις ἰσχάς, ξηρὸν σῦκον (ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἐν αὐτῷ σπόρων), Ἀνθ. Π. 6. 231.
Greek Monolingual
κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, -ίτιδος (Α)
1. όμοιος με σπόρο κεχριού
2. το φίδι κεγχρίας
3. το πτηνό κεγχρίς
4. ονομασία λίθου, του οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή
5. φρ. «κεγχρῖτις ἰσχάς» — σύκο ξερό με πολλούς σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίτης (πρβλ. γαλακτίτης, νεφρίτης)].