λαμπρότητα: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λαμπρότης]], -ητος) [[λαμπρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του λαμπρού, [[λάμψη]], [[φωτεινότητα]], [[αίγλη]] (α. «η [[λαμπρότητα]] του χρυσού» β. «η [[λαμπρότητα]] του ήλιου» γ. «[[δῆλος]] γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξοχότητα]], [[υπεροχή]], [[μεγαλείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) <b>αστρον.</b> «[[λαμπρότητα]] αστέρα» — [[μέγεθος]] που χαρακτηρίζει την υποκειμενική [[εντύπωση]], λιγότερο ή περισσότερο έντονη, την οποία προκαλεί στο [[μάτι]] ενός παρατηρητή το φως ενός αστέρα και η οποία συναρτάται με το [[φαινόμενο]] [[μέγεθος]] του αστέρα<br />β) <b>(μετεωρ.)</b> «[[λαμπρότητα]] του ουρανού» — η [[ποσότητα]] της φωτεινής ακτινοβολίας που προέρχεται από τον ουρανό και φθάνει σε έναν παρατηρητή από οποιαδήποτε [[διεύθυνση]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[δόξα]], [[φήμη]], [[υπόληψη]] («ἀπὸ οἵας λαμπρότητος... ἐς οἵαν... τελευτὴν | |mltxt=η (AM [[λαμπρότης]], -ητος) [[λαμπρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του λαμπρού, [[λάμψη]], [[φωτεινότητα]], [[αίγλη]] (α. «η [[λαμπρότητα]] του χρυσού» β. «η [[λαμπρότητα]] του ήλιου» γ. «[[δῆλος]] γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξοχότητα]], [[υπεροχή]], [[μεγαλείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) <b>αστρον.</b> «[[λαμπρότητα]] αστέρα» — [[μέγεθος]] που χαρακτηρίζει την υποκειμενική [[εντύπωση]], λιγότερο ή περισσότερο έντονη, την οποία προκαλεί στο [[μάτι]] ενός παρατηρητή το φως ενός αστέρα και η οποία συναρτάται με το [[φαινόμενο]] [[μέγεθος]] του αστέρα<br />β) <b>(μετεωρ.)</b> «[[λαμπρότητα]] του ουρανού» — η [[ποσότητα]] της φωτεινής ακτινοβολίας που προέρχεται από τον ουρανό και φθάνει σε έναν παρατηρητή από οποιαδήποτε [[διεύθυνση]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[δόξα]], [[φήμη]], [[υπόληψη]] («ἀπὸ οἵας λαμπρότητος... ἐς οἵαν... τελευτὴν ἀφῖκτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[λαμπρότης]]» — η εκλαμπρότητά σου, η μεγαλειότητά σου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευκρίνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιβλητικότητα]], [[μεγαλοπρέπεια]] («λαμπρότητες λόγου», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[γενναιοδωρία]] («τίς οὖν ἡ [[λαμπρότης]], ἢ τίνες αἱ λῃτουργίαι καὶ τὰ σέμν' ἀναλώματα τούτου;», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λαμπρότητες</i><br />οι τιμητικές διακρίσεις («καὶ τὰς τιμάς καὶ λαμπρότητας ἀκινδυνοτέρας ἔχειν τὴν εἰρήνην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[λαμπρότης]] ψυχής» — [[μεγαλοψυχία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[splendor]]=== | |||
Bengali: রৌশনী; Breton: splannder; Bulgarian: блясък, великолепие, пищност; Czech: velkolepost, nádhera, honosnost, lesk; Dutch: [[pracht]], [[grandeur]]; French: [[splendeur]]; German: [[Pracht]]; Greek: [[μεγαλείο]], [[λαμπρότητα]], [[χλιδή]]; Ancient Greek: [[ἀγλαΐα]], [[ἀγλαΐη]], [[αἴγλη]], [[διαυγασμός]], [[λαμπρότης]], [[περιαυγασμός]], [[τὸ λαμπρόν]]; Hebrew: פְּאֵר, הוֹד; Irish: breáichte, áilleacht; Italian: [[splendore]]; Latin: [[splendor]], [[nitiditas]], [[iubar]], [[lux]]; Malayalam: തേജസ്സ്, കാന്തി; Maori: ahurei; Norwegian Bokmål: prakt; Nynorsk: prakt; Polish: splendor; Portuguese: [[esplendor]]; Romanian: splendoare; Russian: [[великолепие]]; Sanskrit: द्युम्न, तेजस्; Slovak: veľkoleposť, nádhera, honosnosť, lesk; Spanish: [[esplendor]]; Tocharian B: pernerñe, peñiyo; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎗𐎚 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 6 February 2024
Greek Monolingual
η (AM λαμπρότης, -ητος) λαμπρός
1. η ιδιότητα του λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα του χρυσού» β. «η λαμπρότητα του ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.)
2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο
νεοελλ.
φρ. α) αστρον. «λαμπρότητα αστέρα» — μέγεθος που χαρακτηρίζει την υποκειμενική εντύπωση, λιγότερο ή περισσότερο έντονη, την οποία προκαλεί στο μάτι ενός παρατηρητή το φως ενός αστέρα και η οποία συναρτάται με το φαινόμενο μέγεθος του αστέρα
β) (μετεωρ.) «λαμπρότητα του ουρανού» — η ποσότητα της φωτεινής ακτινοβολίας που προέρχεται από τον ουρανό και φθάνει σε έναν παρατηρητή από οποιαδήποτε διεύθυνση
(μσν. -αρχ.)
1. δόξα, φήμη, υπόληψη («ἀπὸ οἵας λαμπρότητος... ἐς οἵαν... τελευτὴν ἀφῖκτο», Θουκ.)
2. φρ. «ἡ σὴ λαμπρότης» — η εκλαμπρότητά σου, η μεγαλειότητά σου
αρχ.
1. (για τη φωνή) ευκρίνεια
2. επιβλητικότητα, μεγαλοπρέπεια («λαμπρότητες λόγου», Φιλόστρ.)
3. γενναιοδωρία («τίς οὖν ἡ λαμπρότης, ἢ τίνες αἱ λῃτουργίαι καὶ τὰ σέμν' ἀναλώματα τούτου;», Δημοσθ.)
4. στον πληθ. αἱ λαμπρότητες
οι τιμητικές διακρίσεις («καὶ τὰς τιμάς καὶ λαμπρότητας ἀκινδυνοτέρας ἔχειν τὴν εἰρήνην», Θουκ.)
5. φρ. «λαμπρότης ψυχής» — μεγαλοψυχία.
Translations
splendor
Bengali: রৌশনী; Breton: splannder; Bulgarian: блясък, великолепие, пищност; Czech: velkolepost, nádhera, honosnost, lesk; Dutch: pracht, grandeur; French: splendeur; German: Pracht; Greek: μεγαλείο, λαμπρότητα, χλιδή; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, αἴγλη, διαυγασμός, λαμπρότης, περιαυγασμός, τὸ λαμπρόν; Hebrew: פְּאֵר, הוֹד; Irish: breáichte, áilleacht; Italian: splendore; Latin: splendor, nitiditas, iubar, lux; Malayalam: തേജസ്സ്, കാന്തി; Maori: ahurei; Norwegian Bokmål: prakt; Nynorsk: prakt; Polish: splendor; Portuguese: esplendor; Romanian: splendoare; Russian: великолепие; Sanskrit: द्युम्न, तेजस्; Slovak: veľkoleposť, nádhera, honosnosť, lesk; Spanish: esplendor; Tocharian B: pernerñe, peñiyo; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎗𐎚