τοιούτος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αύτη, -ο / | |mltxt=-αύτη, -ο / τοιοῦτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[τέουτος]], -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]], Α<br />(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας [[λογής]], [[τέτοιος]] («ὁ τοιοῦτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τοιούτος]]<br />[[κίναιδος]], [[ομοφυλόφιλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) σε αυτήν την [[περίπτωση]], σε τέτοια [[περίπτωση]], [[τότε]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] με επιτ. σημ.) α) τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[καλός]] («τοιοῦτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]]<br /><b>2.</b> (σε [[συνεκφορά]] με την αντων. <i>τις</i>) [[περίπου]] [[τέτοιος]] («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῖα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τοιοῦτον</i><br />α) η τέτοια [[διαγωγή]] («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[τέτοιος]] [[λόγος]], τέτοια [[αιτία]] («[[πλέον]] τι διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντων», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) τέτοια [[περίπτωση]]<br />δ) τέτοια [[θέση]] («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) αυτό το [[σημείο]] («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ [[εἶναι]] τοῦ κινδύνου προσιόντος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>τοιαῡτα</i><br />α) ([[μετά]] από [[ερώτηση]]) βεβαίως [[έτσι]], ακριβώς [[έτσι]]<br />β) κατ' αυτόν τον τρόπο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τοιοῦτος εἰμι [ή [[γίγνομαι]]] εἴς [ή [[περί]]] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις [[απέναντι]] σε κάποιον<br />β) «εἰς τοιοῦτον» — σε τέτοια [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖος]], [[κατά]] τη δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> ([[πρβλ]]. [[τηλικοῦτος]]). Ο τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]] <span style="color: red;"><</span> ουδ. πληθ. <i>τοιαῦτα</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. [[μόριο]] -<i>ί</i> ([[πρβλ]]. [[οὑτοσί]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
-αύτη, -ο / τοιοῦτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α
(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῦτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τοιούτος
κίναιδος, ομοφυλόφιλος
2. φρ. «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»
(λόγιος τ.) σε αυτήν την περίπτωση, σε τέτοια περίπτωση, τότε
αρχ.
1. (συχνά με επιτ. σημ.) α) τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο καλός («τοιοῦτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα εἶναι», Πλάτ.)
β) τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός
2. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) περίπου τέτοιος («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», Πολ.)
3. (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῖα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τοιοῦτον
α) η τέτοια διαγωγή («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες», Θουκ.)
β) τέτοιος λόγος, τέτοια αιτία («πλέον τι διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντων», Θουκ.)
γ) τέτοια περίπτωση
δ) τέτοια θέση («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον εἶναι», Ξεν.)
ε) αυτό το σημείο («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῦ κινδύνου προσιόντος», Ξεν.)
5. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) τοιαῡτα
α) (μετά από ερώτηση) βεβαίως έτσι, ακριβώς έτσι
β) κατ' αυτόν τον τρόπο
6. φρ. α) «τοιοῦτος εἰμι [ή γίγνομαι] εἴς [ή περί] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις απέναντι σε κάποιον
β) «εἰς τοιοῦτον» — σε τέτοια κατάσταση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, κατά τη δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (πρβλ. τηλικοῦτος). Ο τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί < ουδ. πληθ. τοιαῦτα + επιτ. μόριο -ί (πρβλ. οὑτοσί)].