ἔπαρχος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[επαρχίνα]] και [[επάρχισσα]] (AM [[ἔπαρχος]], θηλ. | |mltxt=ο, θηλ. [[επαρχίνα]] και [[επάρχισσα]] (AM [[ἔπαρχος]], θηλ. ἐπαρχῖνα και [[ἐπάρχισσα]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτερος]] [[διοικητικός]] [[υπάλληλος]], [[διοικητής]] επαρχίας<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> η [[σύζυγος]] του επάρχου<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιωματούχος]] με διάφορες αρμοδιότητες («[[έπαρχος]] πόλεως», «[[έπαρχος]] τών νυκτών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την ανώτατη [[αρχή]], [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]] («Κιλίκων [[ἔπαρχος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔπαρχος]] [[ἀρχή]]» — το [[αξίωμα]] του επάρχου, του πραίτορος («ἀρχὴ [[ἔπαρχος]] στόλου» — το [[αξίωμα]] του ναυάρχου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:51, 6 February 2024
English (LSJ)
ἔπαρχον,
A eparch, commander, Κιλίκων A.Pers.327; νεῶν Id.Ag.1227 (Canter for ἄπαρχος); governor of a country, Plb.5.46.7.2. = Lat. praefectus (in all senses), Id.11.27.2, Plu.Flam.1, etc.; ἔπαρχος τεκτόνων or ἔπαρχος τεχνιτῶν, praefectus fabrum, Id.Cic.38, Brut.51; ἔπαρχος τῆς πόλεως, praefectus urbi, D.H.4.82, etc.; ἔπαρχος παρεμβολῶν, praefectus castrorum, Glossaria; ἔπαρχος Αἰγύπτου PFay.21 (ii A. D.); ἔπαρχος τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Plu.Galb.2, cf. ib.8, 13; ἔπαρχος Ἑῴας prefect of the East, Epigr.Gr. 919.4 (Sidyma); ἀπὸ ἐπάρχων, ex praefecto, CIG2593 (Gortyn, iv A. D.).
II as adjective, ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου the office of admiral, IG14.873 (Misenum, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, der mit dem Oberbefehl betrau't ist, der Vorgesetzte, Befehlshaber; νεῶν Aesch. Ag. 1200; bes. in einer Provinz, τῆς Σουσιανῆς Pol. 5, 46, 7; Τάραντος Plut. Flamin. 1; τεκτόνων, τῶν τεχνιτῶν, Cic. 32 Brut. 51; bei den Römern der Proconsul od. Proprätor, Statthalter der Provinz, Plut. u. A.; τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Galb. 2. Vgl. ὕπαρχος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui est à la tête de, chef, commandant ; à Rome gouverneur d'une province, proconsul, préteur ou propréteur, préfet.
Étymologie: ἐπάρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαρχος: ου ὁ
1 эпарх, командующий (Κιλίκων, νεῶν Aesch.);
2 правитель; в Риме (лат. praefectus) префект, наместник (τῆς Σουσιανῆς Polyb.; Τάραντος Plut.);
3 начальник: ἔπαρχος τῆς αὐλῆς Plut. (лат. praefectus praetorio или praefectus praetorii) начальник преторианцев; ἔπαρχος τεκτόνων или ἔπαρχος τεχνιτῶν Plut. (лат. praefectus fabrum) начальник рабочего или саперного отряда.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαρχος: -ον, (ἀρχὴ) ἡγεμών, ἀρχηγός, Κιλίκων ἔπαρχος Αἰσχύλ. Πέρσ. 327· νεῶν ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1227· (οὕτως ὁ Cauter ἀντὶ ἄπαρχος) κυβερνήτης, διοικητὴς χώρας, Πολύβ. 5. 46, 7. 2) ἐν χρήσει εἰς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ praefectus ἐν πάσαις αὐτοῦ ταῖς σημασίαις, Πολύβ. 11. 27, 2, κτλ.· ἴδε Πίνακας Συλλ. Ἐπιγρ. σ. 35· ἔπαρχος τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Πλουτ. Γάλβ. 2· πρβλ. αὐτόθι 8, 13· ἔπαρχος Ἑῴας, διοικητὴς τῆς Ἀνατολῆς, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 919. 4· ἀπὸ ἐπάρχων, expraefectus, Συλλ. Ἐπιγρ. 2593 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου, ἀξίωμα τοῦ ναυάρχου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 838.
Greek Monolingual
ο, θηλ. επαρχίνα και επάρχισσα (AM ἔπαρχος, θηλ. ἐπαρχῖνα και ἐπάρχισσα)
μσν.- νεοελλ.
1. ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, διοικητής επαρχίας
2. θηλ. η σύζυγος του επάρχου
μσν.
αξιωματούχος με διάφορες αρμοδιότητες («έπαρχος πόλεως», «έπαρχος τών νυκτών»)
αρχ.
1. αυτός που έχει την ανώτατη αρχή, αρχηγός, ηγεμόνας
2. κυβερνήτης, διοικητής («Κιλίκων ἔπαρχος», Αισχύλ.)
3. φρ. «ἔπαρχος ἀρχή» — το αξίωμα του επάρχου, του πραίτορος («ἀρχὴ ἔπαρχος στόλου» — το αξίωμα του ναυάρχου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχος (< άρχω)].
Greek Monotonic
ἔπαρχος: -ον (ἀρχή),
1. αρχηγός, σε Αισχύλ.
2. το Ρωμ. praefectus, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἔπ-αρχος, ον ἀρχή
1. a commander, Aesch.
2. the Roman praefectus, Plut.