προσεῖδον: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(1b) |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proseidon | |Transliteration C=proseidon | ||
|Beta Code=prosei=don | |Beta Code=prosei=don | ||
|Definition=inf. | |Definition=inf. [[προσιδεῖν]], part. προσῐδών, aor. 2 without pres. in use, [[προσοράω]] being used instead:—<br><span class="bld">A</span> [[look at]] or [[upon]], Hes.''Fr.''93.2, [[Herodotus|Hdt.]]1.129, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''553 (lyr.), [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1372, etc.; π. φάος ἀλίω Sapph.69:—Med. [[προσιδέσθαι]], first in Pi.''P.''1.26, A. ''Pers.''48 (anap.), 694 (lyr.) (found as [[varia lectio|v.l.]] in Od.13.155, Hes.''Sc.'' 386).<br><span class="bld">II</span> Pass. [[προσείδομαι]], to [[be like]], A.''Ch.''178. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσεῖδον indic. aor. act., voor praes. vormen, zie προσοράω, kijken naar. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεῖδον:''' απαρ. <i>-ῐδεῖν</i>, μτχ. <i>-ῐδών</i>, αόρ. | |lsmtext='''προσεῖδον:''' απαρ. <i>-ῐδεῖν</i>, μτχ. <i>-ῐδών</i>, αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], [[προσοράω]], χρησιμοποιούμαι στη [[θέση]] άλλου,<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]] ή [[βλέπω]] σε, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>προσείδομαι</i>, [[μοιάζω]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσεῖδον''': ἀπαρ. προσῐδεῖν, μετοχ. προσῐδών, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος· ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ ἐνεστ. [[προσοράω]] (πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[πρόσοιδα]])· [[βλέπω]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, Ἡσ. Ἀποσπ. 64, 2, Ἡρόδ. 1. 129, Αἰσχύλ. Πρ. 553, Σοφ., κλπ. ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσῐδέσθαι, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 1. 49, Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, 694, ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ν. 155 ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] προΐδωνται, καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 προϊδέσθαι). ΙΙ. Παθ. προσείδομαι, εἶμαι [[ὅμοιος]], Αἰσχύλ. Χο. 178· ἴδε [[εἴδω]] Α. ΙΙ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=inf. -ῐδεῖν [[part]]. -ῐδών [aor2 without any pres. in use, [[προσοράω]] [[being]] used [[instead]].]<br /><b class="num">I.</b> to [[look]] at or [[upon]], Hdt., Aesch., etc.:—also in Mid. προσῐδέσθαι, Pind., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Pass. προσείδομαι, to be like, Aesch. | |mdlsjtxt=inf. -ῐδεῖν [[part]]. -ῐδών [aor2 without any pres. in use, [[προσοράω]] [[being]] used [[instead]].]<br /><b class="num">I.</b> to [[look]] at or [[upon]], Hdt., Aesch., etc.:—also in Mid. προσῐδέσθαι, Pind., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Pass. προσείδομαι, to be like, Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 7 February 2024
English (LSJ)
inf. προσιδεῖν, part. προσῐδών, aor. 2 without pres. in use, προσοράω being used instead:—
A look at or upon, Hes.Fr.93.2, Hdt.1.129, A.Pr.553 (lyr.), S.OT1372, etc.; π. φάος ἀλίω Sapph.69:—Med. προσιδέσθαι, first in Pi.P.1.26, A. Pers.48 (anap.), 694 (lyr.) (found as v.l. in Od.13.155, Hes.Sc. 386).
II Pass. προσείδομαι, to be like, A.Ch.178.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσεῖδον indic. aor. act., voor praes. vormen, zie προσοράω, kijken naar.
Greek Monotonic
προσεῖδον: απαρ. -ῐδεῖν, μτχ. -ῐδών, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, προσοράω, χρησιμοποιούμαι στη θέση άλλου,
I. παρατηρώ ή βλέπω σε, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. Παθ., προσείδομαι, μοιάζω, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεῖδον: ἀπαρ. προσῐδεῖν, μετοχ. προσῐδών, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος· ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ ἐνεστ. προσοράω (πρβλ. ὡσαύτως πρόσοιδα)· βλέπω πρός τινα ἢ πρός τι, Ἡσ. Ἀποσπ. 64, 2, Ἡρόδ. 1. 129, Αἰσχύλ. Πρ. 553, Σοφ., κλπ. ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσῐδέσθαι, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 1. 49, Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, 694, (διότι ἐν Ὀδ. Ν. 155 ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι προΐδωνται, καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 προϊδέσθαι). ΙΙ. Παθ. προσείδομαι, εἶμαι ὅμοιος, Αἰσχύλ. Χο. 178· ἴδε εἴδω Α. ΙΙ. 3.
Middle Liddell
inf. -ῐδεῖν part. -ῐδών [aor2 without any pres. in use, προσοράω being used instead.]
I. to look at or upon, Hdt., Aesch., etc.:—also in Mid. προσῐδέσθαι, Pind., Aesch.
II. Pass. προσείδομαι, to be like, Aesch.