δημοτερπής: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(nl)
m (Text replacement - "ἱδανός" to "ἰδανός")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=δημοτερπής
|Medium diacritics=δημοτερπής
|Low diacritics=δημοτερπής
|Capitals=ΔΗΜΟΤΕΡΠΗΣ
|Transliteration A=dēmoterpḗs
|Transliteration B=dēmoterpēs
|Transliteration C=dimoterpis
|Beta Code=dhmoterph/s
|Definition=ές, [[popular]], [[attractive]], Pl. ''Min.'' 321a (Sup.), DH. ''Th.'' 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que gusta al pueblo]], [[popular]] ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.<i>Min</i>.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.<i>Rh</i>.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[halago]], [[adulación al pueblo]] Thdt.M.83.433B.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.
}}
{{elnl
|elnltext=δημοτερπής -ές &#91;[[δῆμος]], [[τέρπω]]] [[het volk vermakend]].
}}
{{elru
|elrutext='''δημοτερπής:''' [[приятный для народа]], [[увлекательный]] (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ [[τραγῳδία]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δημοτερπής''': -ές, τέρπων τὸν λαόν, [[ἑλκυστικός]], Πλάτ Μίν. 321Α.
|lstext='''δημοτερπής''': -ές, τέρπων τὸν λαόν, [[ἑλκυστικός]], Πλάτ Μίν. 321Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que gusta al pueblo]], [[popular]] ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.<i>Min</i>.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.<i>Rh</i>.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[halago]], [[adulación al pueblo]] Thdt.M.83.433B.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημοτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπος]] (το) —το μαρτυρούμενο <i>τέρπεα</i> (τα) [[είναι]] μεταγενέστερο— ή <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] / <i>τέρπομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>ευ</i>-<i>τερπής</i>].
|mltxt=[[δημοτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπος]] (το) —το μαρτυρούμενο <i>τέρπεα</i> (τα) [[είναι]] μεταγενέστερο— ή <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] / <i>τέρπομαι</i> ([[πρβλ]]. και <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>ευ</i>-<i>τερπής</i>].
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''δημοτερπής:''' приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ [[τραγῳδία]] Plat.).
|trtx====[[attractive]]===
}}
Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: [[aantrekkelijk]], [[attractief]]; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: [[attrayant]], [[attractif]], [[sympathique]]; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: [[attraktiv]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[ἀγωγός]], [[ἀρπαλέος]], [[ἁρπαλέος]], [[δημοτερπής]], [[εἰδάλιμος]], [[ἑλκτικός]], [[ἑλκυστικός]], [[ἐνδίολκος]], [[ἐπαγωγικός]], [[ἐπαγωγός]], [[ἐπακτικός]], [[ἐπαφρόδιτος]], [[ἐπισπαστικός]], [[εὐειδής]], [[εὐήδονος]], [[εὐήρατος]], [[εὔμορφος]], [[εὔοπτος]], [[εὐπρεπής]], [[εὐφραντικός]], [[ἐφελκτικός]], [[ἐφελκυστικός]], [[ἐφολκός]], [[ἰδανός]], [[καταγωγός]], [[κωτίλος]], [[προσαγωγός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: [[attraente]], [[procace]], [[stuzzicante]], [[allettante]]; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: [[atraente]]; Romanian: atractiv; Russian: [[привлекательный]], [[симпатичный]]; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: [[atractivo]]; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний
{{elnl
|elnltext=δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.
}}
}}

Latest revision as of 08:31, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτερπής Medium diacritics: δημοτερπής Low diacritics: δημοτερπής Capitals: ΔΗΜΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: dēmoterpḗs Transliteration B: dēmoterpēs Transliteration C: dimoterpis Beta Code: dhmoterph/s

English (LSJ)

ές, popular, attractive, Pl. Min. 321a (Sup.), DH. Th. 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.

Spanish (DGE)

-ές
que gusta al pueblo, popular ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.Rh.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6
subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.

German (Pape)

[Seite 565] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.

Russian (Dvoretsky)

δημοτερπής: приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ τραγῳδία Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δημοτερπής: -ές, τέρπων τὸν λαόν, ἑλκυστικός, Πλάτ Μίν. 321Α.

Greek Monolingual

δημοτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τερπής < τέρπος (το) —το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο— ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α-τερπής, ευ-τερπής].

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний