célebre: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(1)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[διάφημος]], [[δημοαδής]], [[διαβόητος]], [[γνωτός]], [[διονομάζω]], [[ἐκβοάω]], [[ἀριήκοος]], [[διάσημος]], [[ἀοίδιμος]], [[δοξοφόρος]]
|sltx=[[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγακλυτός]], [[ἀγαυνός]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀξιοφανής]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἀρίζηλος]], [[ἀριήκοος]], [[ἀρίσημος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[γνωτός]], [[δακτυλόδεικτος]], [[δημοαδής]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διάδηλος]], [[διαθρύλλητος]], [[διαπρεπής]], [[διάσημος]], [[διαφανής]], [[διάφημος]], [[διωνομασμένος]], [[δόκιμος]], [[δοξοφόρος]], [[ἐκβεβοημένος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόατος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περιθρύλητος]], [[περίθρυλος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσαμος]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]], [[φημιστός]]
}}
}}

Latest revision as of 17:23, 9 February 2024

Spanish > Greek

ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, δοξοφόρος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός