ἀνέπαφος: Difference between revisions
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἄθικτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[ἐπαφή]] τοῦ [[ἐφάπτω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρήμα [[ἅπτω]]. | |mantxt=(=[[ἄθικτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[ἐπαφή]] τοῦ [[ἐφάπτω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρήμα [[ἅπτω]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[untouchable]]=== | |||
Bulgarian: недосегаем, неприкосновен; Catalan: intocable; Esperanto: netuŝebla; Finnish: koskematon; French: [[intouchable]]; German: [[unantastbar]]; Ancient Greek: [[ἄαπτος]], [[ἀθίγγανος]], [[ἄθικτος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀπρόσψαυστος]], [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀψηλάφητος]]; Hungarian: érinthetetlen; Italian: [[intoccabile]]; Polish: niedotykalny; Portuguese: [[intocável]]; Russian: [[неприкасаемый]], [[неприкосновенный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: недодѝрљив; Roman: nedodìrljiv; Spanish: [[intocable]]; Swedish: oantastlig; Telugu: అంటరాని | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 14 February 2024
English (LSJ)
ἀνέπαφον, untouched, unharmed, ἀ. παρέχειν τι D.35.24, cf. Syngr.ib.11; ἀ. σώματα not liable to seizure, Men. Per.8; ἐλευθέρα ἔστω καί ἀ. GDI1532, cf. Theophrastus Fragmenta 97.2, IG2.584c, BGU193.19 (ii A.D.); ὑποθήκη PHamb.28.8 (ii B.C.); unencumbered, οἰκία PThcad.1.12 (iv A.D.): c. gen., unharmed by, ὕβρεως M.Ant.3.4. Adv. ἀνεπάφως Suid.
Spanish (DGE)
(ἀνέπᾰφος) -ον
• Morfología: [fem. -η IPE 2.54.10 (Panticapeo II/III d.C.)]
I 1de dinero y bienes saneado, libre de cargas χρήματα D.35.24, ὑποθήκη D.35.11, PHamb.28.8 (II a.C.), (κτήματα) Thphr.Fr.97.2, ἔχειν αὐτοὺς ... τὰς κτήσεις καὶ τὰς προσόδους ἀνεπάφους τε καὶ σῳζομένας Porph.Plot.9.15, καὶ παρέξεται αὐτὰ ἀ. καὶ ἀνενεχύραστα καὶ ἀνεπιδάνειστα PHamb.30.19 (I d.C.), cf. CPR 1.1.15 (I d.C.), SB 9906.18 (II d.C.), PN.York 20.13 (IV d.C.), PThead.2.10 (IV d.C.)
•no hipotecado, IG 12(7).67.56.
2 no sometido a apropiación de esclavos manumitidos IG 9(1).126 (Fócide II a.C.), BGU 193.19 (II d.C.), IPE 2.54.10 (Panticapeo III d.C.), de garantías IG 22.1196.15(IV a.C.).
II 1no alcanzado c. gen. ἄνθρωπον ... πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον M.Ant.3.4.
2 inalcanzable τὰ ... ἀγαθά Cyr.Al.M.74.245B
•intangible de Dios, Nemes.Nat.Hom.M.40.805B
•intocable σώματα Men.Per.Fr.7.
3 intachable προσπίπτωμεν τοῖς εὐκλέεσι καὶ ἀνεπάφοις ὑμῶν ἴχνεσι PMasp.3.14 (VI d.C.)
•puro τὰν δὲ ... οἰκοδέσποιναν ... οἴκω δεῖ ... ἀνέπαφον ἦμεν Phint.p.37, de cosas sagradas, Cyr.Al.M.68.645C.
German (Pape)
[Seite 224] unberührt, unverletzt, s. Men. bei Suid.; bei Dem. vom unversehrt zu erhaltenden Unterpfande, ὑποθήκη u. ὑποκείμενα, 35, 4. 56, 38, in einem Contracte; ὕβρεως, von Mißhandlungen, Ant. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui ou à quoi l'on ne touche pas.
Étymologie: ἀ, ἐπαφή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέπᾰφος:
1 нетронутый, неприкосновенный (χρήματα Dem.);
2 невредимый (σώματα Men.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέπαφος: -ον, (ἐπαφή) = ἄθικτος, ἀβλαβής, ὡς καὶ νῦν, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, Δημ. 931. 5, πρβλ. 926. 20· ἀνέπ. σώματα, ἐπὶ δούλων (πρβλ. ἀνέφαπτος), Μενάνδ. ἐν «Περινθίᾳ»8 («ἀνέπαφον: ἀνεύθυνον, καθαρόν, ἀθιγές, ἀψηλάφητον» Σουΐδ.)· ἐλευθέρα ἔστω καὶ ἀν. Ἐπιγρ. Δελφ. 39. 26: - μετ. γεν., πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον Μ. Ἀντων. 3. 4. - Ἐπίρρ. -φως, ἀψαύστως, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέπαφος, -ον)
άθικτος, αβλαβής
αρχ.
άψογος, άμεμπτος.
Greek Monotonic
ἀνέπᾰφος: -ον (ἐπαφή), ανέγγιχτος, ανέπαφος, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐπαφή
untouched, ἀν. παρέχειν τι rem integram praestare, Dem.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἄθικτος). Ἀπό τό α στερητ. + ἐπαφή τοῦ ἐφάπτω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρήμα ἅπτω.
Translations
untouchable
Bulgarian: недосегаем, неприкосновен; Catalan: intocable; Esperanto: netuŝebla; Finnish: koskematon; French: intouchable; German: unantastbar; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀθίγγανος, ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἀπρόσψαυστος, ἀπροσπέλαστος, ἀψηλάφητος; Hungarian: érinthetetlen; Italian: intoccabile; Polish: niedotykalny; Portuguese: intocável; Russian: неприкасаемый, неприкосновенный; Serbo-Croatian Cyrillic: недодѝрљив; Roman: nedodìrljiv; Spanish: intocable; Swedish: oantastlig; Telugu: అంటరాని