στυφελός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(Bailly1_4)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styfelos
|Transliteration C=styfelos
|Beta Code=stufelo/s
|Beta Code=stufelo/s
|Definition=ή, όν, <span class="bibl">A.R.2.323</span>, also ός, όν <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>965</span> (lyr.), Parth.<span class="title">Fr.</span>29.4, etc.:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard, rough</b>, στυφελοῦ . . ἐπ' ἀκτᾶς A. l.c. (lyr.); in later Poets, <b class="b3">ἀκτὴ σ</b>. A.R. l.c., etc.; σκόπελος <span class="title">AP</span>11.31 (Antip.); ὀδούς <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.442</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of flavour, <b class="b2">astringent, sour, acid</b>, μέλι <span class="title">AP</span>4.1.22 (Mel.); <b class="b3">σταγών</b> ib.<span class="bibl">9.561</span> (Phil.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> metaph., <b class="b2">harsh, severe, cruel</b>, ἐφέται <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>79</span> (lyr.); Κόλχοι <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>1012</span>. (<b class="b3">στυφελός</b> was a Clitorian word for <b class="b2">hard. rough</b>, and used at Cyrene for <b class="b3">χέρσος</b>, acc. to Zenod. ap. Sch. <span class="bibl">A.R.2.1005</span>.)</span>
|Definition=στυφελή, στυφελόν, A.R.2.323, also ός, όν [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''965 (lyr.), Parth.''Fr.''29.4, etc.:—<br><span class="bld">A</span> [[hard]], [[rough]], στυφελοῦ.. ἐπ' ἀκτᾶς A. [[l.c.]] (lyr.); in later Poets, <b class="b3">ἀκτὴ σ.</b> A.R. [[l.c.]], etc.; σκόπελος ''AP''11.31 (Antip.); ὀδούς Opp.''C.''3.442.<br><span class="bld">II</span> of flavour, [[astringent]], [[sour]], [[acid]], μέλι ''AP''4.1.22 (Mel.); [[σταγών]] ib.9.561 (Phil.).<br><span class="bld">III</span> metaph., [[harsh]], [[severe]], [[cruel]], ἐφέται [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''79 (lyr.); Κόλχοι Orph.''A.''1012. ([[στυφελός]] was a Clitorian word for hard. rough, and used at Cyrene for [[χέρσος]], acc. to Zenod. ap. Sch. A.R.2.1005.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] zsgzgn [[στυφλός]], auch στύφελος accentuirt, auch 2 Endgn, zusammengezogen, <b class="b2">dicht, fest</b>, derb, <b class="b2">rauh</b>; [[ἀκτή]], Aesch. Pers. 926; auch ὀχυροῖσι πεποιθὼς στυφέλοις ἐφέταις, 79, streng, herrisch; στυφλὸς δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]], rauh, Soph. Ant. 250; [[σταγών]], Philp. 68 (IX, 561), vom festen Cisc; [[ὀδούς]], Opp. Cyn. 3, 442; – auch vom Geschmack, zusammcnziehend, herb.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] zsgzgn [[στυφλός]], auch στύφελος accentuirt, auch 2 Endgn, zusammengezogen, [[dicht]], [[fest]], derb, [[rauh]]; [[ἀκτή]], Aesch. Pers. 926; auch ὀχυροῖσι πεποιθὼς στυφέλοις ἐφέταις, 79, streng, herrisch; στυφλὸς δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]], rauh, Soph. Ant. 250; [[σταγών]], Philp. 68 (IX, 561), vom festen Cisc; [[ὀδούς]], Opp. Cyn. 3, 442; – auch vom Geschmack, zusammcnziehend, herb.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />compact, épais ; ferme, fort, dur ; <i>fig.</i> [[dur]], [[cruel]].<br />'''Étymologie:''' [[στύφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυφελός -ή -όν [~ τύπτω] f. ook -ός Aeschl. Pers. 965 hard, ruw. Aeschl. Pers. 965. van smaak bitter, wrang. AP 4.1.22. van personen hard, wreed. Aeschl. Pers. 79.
}}
{{elru
|elrutext='''στῠφελός:''' и 2 и [[στυφλός]]<br /><b class="num">1</b> [[твердый]], [[крепкий]] (ἀκταί Aesch.; γῆ Soph.; πέτραι Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[острый на вкус]], [[терпкий]] или [[кислый]] ([[μέλι]] Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[суровый]], [[строгий]] ([[ἐφέται]] Aesch.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν και τ. θηλ. -ος, Α<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> (για [[γεύση]]) [[στυφός]], όξινος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στυφελίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στῠφελός:''' -ή, -όν και -ός, όν ([[στύφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[τραχύς]], [[βάναυσος]], [[ωμός]], στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στῠφελός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 964, καὶ στῠφλός, όν· - ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς Τραγικ. ἐν τριμέτροις ἰαμβ., ὁ δὲ πρῶτος δὶς παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν λυρικοῖς χωρίοις καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς· ἴδε κατωτ.· - [[σκληρός]], [[τραχύς]], στυφελοῦ ... ἐπ’ ἀκτᾶς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· στυφλοὺς παρ’ ἀκτὰς [[αὐτόθι]] 303· τῆσδ’ ἀπὸ στυφλοῦ πέτρας ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 748· στυφλὸς δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]] Σοφ. Ἀντ. 250· ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις Εὐρ. Βάκχ. 1137· - οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[ἀκτὴ]] στ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, κτλ.· [[σκόπελος]] Ἀνθ. Π. 11. 31· ὀδοὺς Ὀππ. Κυν. 3. 442· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1755. ΙΙ. ἐπὶ γεύσεως, [[στυφός]], [[ὄξινος]], «ξινισμένος», [[μέλι]] Ἀνθ. Π. 4. 1. 22· σταγὼν [[αὐτόθι]] 9. 561. ΙΙΙ. μεταφορ., [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[σκληρός]], ἐφέται Αἰσχύλ. Πέρσ. 80· Κόλχοι Ὀρφ. Ἀργ. 1010. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΦ παράγονται καὶ τὰ στυφλός, στύφω, στῦψις, στῦμμα· πιθαν. συγγενὴς τῇ √ΣΤΥΠ, καὶ [[ἴσως]] τῇ √ΣΤΙΒ, στείβω· πρβλ. στιβαρός, στιφρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυφλὸν ἢ στυφελόν· τραχύ, σκληρόν. [[βαρύ]]. ἀργόν. στερρόν».
|lstext='''στῠφελός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 964, καὶ στῠφλός, όν· - ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς Τραγικ. ἐν τριμέτροις ἰαμβ., ὁ δὲ πρῶτος δὶς παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν λυρικοῖς χωρίοις καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς· ἴδε κατωτ.· - [[σκληρός]], [[τραχύς]], στυφελοῦ ... ἐπ’ ἀκτᾶς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· στυφλοὺς παρ’ ἀκτὰς [[αὐτόθι]] 303· τῆσδ’ ἀπὸ στυφλοῦ πέτρας ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 748· στυφλὸς δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]] Σοφ. Ἀντ. 250· ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις Εὐρ. Βάκχ. 1137· - οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[ἀκτὴ]] στ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, κτλ.· [[σκόπελος]] Ἀνθ. Π. 11. 31· ὀδοὺς Ὀππ. Κυν. 3. 442· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1755. ΙΙ. ἐπὶ γεύσεως, [[στυφός]], [[ὄξινος]], «ξινισμένος», [[μέλι]] Ἀνθ. Π. 4. 1. 22· σταγὼν [[αὐτόθι]] 9. 561. ΙΙΙ. μεταφορ., [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[σκληρός]], ἐφέται Αἰσχύλ. Πέρσ. 80· Κόλχοι Ὀρφ. Ἀργ. 1010. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΦ παράγονται καὶ τὰ στυφλός, στύφω, στῦψις, στῦμμα· πιθαν. συγγενὴς τῇ √ΣΤΥΠ, καὶ [[ἴσως]] τῇ √ΣΤΙΒ, στείβω· πρβλ. στιβαρός, στιφρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυφλὸν ἢ στυφελόν· τραχύ, σκληρόν. [[βαρύ]]. ἀργόν. στερρόν».
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />compact, épais ; ferme, fort, dur ; <i>fig.</i> dur, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[στύφω]].
|mdlsjtxt=στῠφελός, ή, όν [[στύφω]]<br /><b class="num">I.</b> [[hard]], [[rough]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[harsh]], [[severe]], [[cruel]], Aesch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[στυφλός]] (=[[σκληρός]], [[ἄγουρος]]). Ἀπό τό [[στύφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελός Medium diacritics: στυφελός Low diacritics: στυφελός Capitals: ΣΤΥΦΕΛΟΣ
Transliteration A: styphelós Transliteration B: styphelos Transliteration C: styfelos Beta Code: stufelo/s

English (LSJ)

στυφελή, στυφελόν, A.R.2.323, also ός, όν A.Pers.965 (lyr.), Parth.Fr.29.4, etc.:—
A hard, rough, στυφελοῦ.. ἐπ' ἀκτᾶς A. l.c. (lyr.); in later Poets, ἀκτὴ σ. A.R. l.c., etc.; σκόπελος AP11.31 (Antip.); ὀδούς Opp.C.3.442.
II of flavour, astringent, sour, acid, μέλι AP4.1.22 (Mel.); σταγών ib.9.561 (Phil.).
III metaph., harsh, severe, cruel, ἐφέται A.Pers.79 (lyr.); Κόλχοι Orph.A.1012. (στυφελός was a Clitorian word for hard. rough, and used at Cyrene for χέρσος, acc. to Zenod. ap. Sch. A.R.2.1005.)

German (Pape)

[Seite 959] zsgzgn στυφλός, auch στύφελος accentuirt, auch 2 Endgn, zusammengezogen, dicht, fest, derb, rauh; ἀκτή, Aesch. Pers. 926; auch ὀχυροῖσι πεποιθὼς στυφέλοις ἐφέταις, 79, streng, herrisch; στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος, rauh, Soph. Ant. 250; σταγών, Philp. 68 (IX, 561), vom festen Cisc; ὀδούς, Opp. Cyn. 3, 442; – auch vom Geschmack, zusammcnziehend, herb.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
compact, épais ; ferme, fort, dur ; fig. dur, cruel.
Étymologie: στύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυφελός -ή -όν [~ τύπτω] f. ook -ός Aeschl. Pers. 965 hard, ruw. Aeschl. Pers. 965. van smaak bitter, wrang. AP 4.1.22. van personen hard, wreed. Aeschl. Pers. 79.

Russian (Dvoretsky)

στῠφελός: и 2 и στυφλός
1 твердый, крепкий (ἀκταί Aesch.; γῆ Soph.; πέτραι Eur.);
2 острый на вкус, терпкий или кислый (μέλι Anth.);
3 суровый, строгий (ἐφέται Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν και τ. θηλ. -ος, Α
1. τραχύς, σκληρός
2. (για γεύση) στυφός, όξινος
3. μτφ. αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.

Greek Monotonic

στῠφελός: -ή, -όν και -ός, όν (στύφω
I. σκληρός, τραχύς, σε Αισχύλ.
II. μεταφ., τραχύς, βάναυσος, ωμός, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

στῠφελός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 964, καὶ στῠφλός, όν· - ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος εἶναι ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς Τραγικ. ἐν τριμέτροις ἰαμβ., ὁ δὲ πρῶτος δὶς παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν λυρικοῖς χωρίοις καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς· ἴδε κατωτ.· - σκληρός, τραχύς, στυφελοῦ ... ἐπ’ ἀκτᾶς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· στυφλοὺς παρ’ ἀκτὰς αὐτόθι 303· τῆσδ’ ἀπὸ στυφλοῦ πέτρας ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 748· στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος Σοφ. Ἀντ. 250· ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις Εὐρ. Βάκχ. 1137· - οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ἀκτὴ στ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, κτλ.· σκόπελος Ἀνθ. Π. 11. 31· ὀδοὺς Ὀππ. Κυν. 3. 442· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1755. ΙΙ. ἐπὶ γεύσεως, στυφός, ὄξινος, «ξινισμένος», μέλι Ἀνθ. Π. 4. 1. 22· σταγὼν αὐτόθι 9. 561. ΙΙΙ. μεταφορ., τραχύς, αὐστηρός, σκληρός, ἐφέται Αἰσχύλ. Πέρσ. 80· Κόλχοι Ὀρφ. Ἀργ. 1010. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΦ παράγονται καὶ τὰ στυφλός, στύφω, στῦψις, στῦμμα· πιθαν. συγγενὴς τῇ √ΣΤΥΠ, καὶ ἴσως τῇ √ΣΤΙΒ, στείβω· πρβλ. στιβαρός, στιφρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυφλὸν ἢ στυφελόν· τραχύ, σκληρόν. βαρύ. ἀργόν. στερρόν».

Middle Liddell

στῠφελός, ή, όν στύφω
I. hard, rough, Aesch.
II. metaph. harsh, severe, cruel, Aesch.

Mantoulidis Etymological

καί στυφλός (=σκληρός, ἄγουρος). Ἀπό τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.