ἔξωρος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksoros | |Transliteration C=eksoros | ||
|Beta Code=e)/cwros | |Beta Code=e)/cwros | ||
|Definition= | |Definition=ἔξωρον, ([[ὥρα]])<br><span class="bld">A</span> [[untimely]], [[out of season]], [[unfitting]], ἔξωρα πράσσω S.''El.''618.<br><span class="bld">2</span> [[too late]], [[too old]], [[superannuated]], Aeschin.1.95, Plu. ''Sull.''36, Luc.''Herm.''78, al. (also glossed by [[ἐξαέτης]] as though [[ἕξωρος]], ''EM''350.2): c. gen., [[too old for]].., τοῦ [[ἐρᾶν]] Luc.''Merc.Cond.''7. Adv. [[ἐξώρως]], [[ἔχειν]] τοῦ [[ἀποδημεῖν]] Philostr.''VS''1.21.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. [[ἄκαιρος]]. – b) über die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. [[ἄκαιρος]]. – b) über die Blüte der Jahre hinaus, VLL. [[παλαιός]], παρηκμακώς, zu alt, Aesch. 1, 95; [[γυνή]], verblüht, Luc. Alex. 6; [[γέρων]] [[ἤδη]] καὶ παντὸς ἡ[[δέος]] [[ἔξωρος]] Hermot. 78, wie τοῦ ἐρᾶν, über das Alter, wo man verliebt ist, hinaus, merc. cond. 7; Plut. Sull. 36 u. a. Sp. – Auch adv., ἐξώρως ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n'est pas de saison, intempestif, déplacé;<br /><b>2</b> qui n'est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l'âge de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὥρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔξωρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[несвоевременный]], [[неуместный]]: ἔξωρα πράσσειν Soph. совершать неуместные поступки, действовать некстати;<br /><b class="num">2</b> [[вышедший из]] (подходящего) возраста, слишком старый (τοῦ ἐρᾶν Luc.): ἔ. [[γενέσθαι]] Aeschin., Plut. состариться. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν». | |lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔξωρος:''' -ον, ([[ὥρα]]), [[παράκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], [[πρόωρος]], [[εκτός]] εποχής, [[ακατάλληλος]], σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την [[υπηρεσία]] του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἔξωρος:''' -ον, ([[ὥρα]]), [[παράκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], [[πρόωρος]], [[εκτός]] εποχής, [[ακατάλληλος]], σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την [[υπηρεσία]] του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔξ-ωρος, ον [ὥρα]<br />[[untimely]], out of [[season]], unfitting, Soph.:— [[superannuated]], Aeschin. | |mdlsjtxt=ἔξ-ωρος, ον [ὥρα]<br />[[untimely]], out of [[season]], unfitting, Soph.:— [[superannuated]], Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:43, 17 February 2024
English (LSJ)
ἔξωρον, (ὥρα)
A untimely, out of season, unfitting, ἔξωρα πράσσω S.El.618.
2 too late, too old, superannuated, Aeschin.1.95, Plu. Sull.36, Luc.Herm.78, al. (also glossed by ἐξαέτης as though ἕξωρος, EM350.2): c. gen., too old for.., τοῦ ἐρᾶν Luc.Merc.Cond.7. Adv. ἐξώρως, ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.VS1.21.8.
German (Pape)
[Seite 891] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. ἄκαιρος. – b) über die Blüte der Jahre hinaus, VLL. παλαιός, παρηκμακώς, zu alt, Aesch. 1, 95; γυνή, verblüht, Luc. Alex. 6; γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Hermot. 78, wie τοῦ ἐρᾶν, über das Alter, wo man verliebt ist, hinaus, merc. cond. 7; Plut. Sull. 36 u. a. Sp. – Auch adv., ἐξώρως ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'est pas de saison, intempestif, déplacé;
2 qui n'est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l'âge de.
Étymologie: ἐξ, ὥρα.
Russian (Dvoretsky)
ἔξωρος:
1 несвоевременный, неуместный: ἔξωρα πράσσειν Soph. совершать неуместные поступки, действовать некстати;
2 вышедший из (подходящего) возраста, слишком старый (τοῦ ἐρᾶν Luc.): ἔ. γενέσθαι Aeschin., Plut. состариться.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξωρος: -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, ἀνάρμοστος, ἀπρεπής, μανθάνω δ’ ὁθούνεκα ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον νεαρός, οὐτοσὶ δὲ ἔξωρος ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, καίπερ ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος ἕνεκα τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας αὐτοῦ ν’ ἀπολαύσῃ τινός, γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
Greek Monolingual
ἔξωρος, -ον (AM)
1. παράκαιρος («ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» — ενεργώ παράκαιρα και ανάρμοστα, Σοφ.)
2. αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη εποχή ή ηλικία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα «εποχή, καιρός»].
Greek Monotonic
ἔξωρος: -ον, (ὥρα), παράκαιρος, ανεπίκαιρος, πρόωρος, εκτός εποχής, ακατάλληλος, σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την υπηρεσία του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ἔξ-ωρος, ον [ὥρα]
untimely, out of season, unfitting, Soph.:— superannuated, Aeschin.