ἀναλογισμός: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analogismos
|Transliteration C=analogismos
|Beta Code=a)nalogismo/s
|Beta Code=a)nalogismo/s
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[reconsideration]], Th.3.36; [[reckoning]], [[calculation]], [[reflection]] 8.84; [[course of reasoning]] or [[line of reasoning]], X.HG5.1.19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ Men.447; opp. [[ἐπιλογισμός]], Stoic.2.89.<br><span class="bld">2</span> [[κατὰ τὸν ἀναλογισμόν]] = [[proportionately]], [[according to]] [[proportionate]] [[reckoning]], Docum. ap. D.18.106; [[δι' ἀναλογισμοῦ]] = [[through]] [[analogy]] S.E.P.1.147.
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[reconsideration]], Th.3.36; [[reckoning]], [[calculation]], [[reflection]] 8.84; [[course of reasoning]] or [[line of reasoning]], X.HG5.1.19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ Men.447; opp. [[ἐπιλογισμός]], Stoic.2.89.<br><span class="bld">2</span> [[κατὰ τὸν ἀναλογισμόν]] = [[proportionately]], [[according to]] [[proportionate]] [[reckoning]], Docum. ap. D.18.106; [[δι' ἀναλογισμοῦ]] = [[through]] [[analogy]] S.E.P.1.147.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> [[proporción]] [[κατὰ τὸν ἀναλογισμόν]] = [[proporcionalmente]]</i> doc. en D.18.106, cf. <i>PRyl</i>.219.8 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[paralelismo]], [[analogía]] δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.<i>P</i>.1.147.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[reflexión]], [[razonamiento]] ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ [[βούλευμα]] καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ X.<i>HG</i> 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f<br /><b class="num">•</b>[[descubrimiento]] ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε [[ἑαυτοῦ]] ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.<br /><b class="num">2</b> lóg. [[razonamiento analógico]] op. [[ἐπιλογισμός]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.89.36, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.9.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ὁ, das Überrechnen, Überlegen, Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ὁ, das [[Überrechnen]], [[Überlegen]], Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[réflexion]] ; [[réexamen]], [[révision]], [[changement d'avis]] LSJ;<br /><b>2</b> [[raisonnement]];<br /><b>3</b> [[proportion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλογίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλογισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[размышление]], [[рассуждение]] или [[рассмотрение]] Thuc., Xen., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[соотношение]], [[пропорция]]: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλογισμός''': ὁ, τὸ ἀναλογίζεσθαι μετὰ πλείονος περισκέψεως, τὸ ἀνασκοπεῖν ἐν νέου, Θουκ. 3. 36, πρβλ. 8. 84: - [[σκέψις]], [[ὑπολογισμός]], [[ἀπόφασις]] στηριζομένη ἐπὶ ἀναλογισμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19· ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλ. Μένανδ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 3. 2) κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, κατὰ τὸν ἐξ ἀναλογίας ὑπολογισμόν, παρὰ Δημ. 262. 5· δι’ ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. Ὑποτ. 1. 147.
|lstext='''ἀναλογισμός''': ὁ, τὸ ἀναλογίζεσθαι μετὰ πλείονος περισκέψεως, τὸ ἀνασκοπεῖν ἐν νέου, Θουκ. 3. 36, πρβλ. 8. 84: - [[σκέψις]], [[ὑπολογισμός]], [[ἀπόφασις]] στηριζομένη ἐπὶ ἀναλογισμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19· ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλ. Μένανδ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 3. 2) κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, κατὰ τὸν ἐξ ἀναλογίας ὑπολογισμόν, παρὰ Δημ. 262. 5· δι’ ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. Ὑποτ. 1. 147.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> réflexion ; réexamen, révision, changement d'avis LSJ;<br /><b>2</b> raisonnement;<br /><b>3</b> proportion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλογίζομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> [[proporción]] [[κατὰ τὸν ἀναλογισμόν]] = [[proporcionalmente]]</i> doc. en D.18.106, cf. <i>PRyl</i>.219.8 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[paralelismo]], [[analogía]] δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.<i>P</i>.1.147.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[reflexión]], [[razonamiento]] ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ [[βούλευμα]] καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν [[αὐτοῦ]] X.<i>HG</i> 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f<br /><b class="num">•</b>[[descubrimiento]] ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε [[ἑαυτοῦ]] ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.<br /><b class="num">2</b> lóg. [[razonamiento analógico]] op. [[ἐπιλογισμός]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.89.36, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.9.32.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλογισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[υπολογισμός]], σε Θουκ.· [[πορεία]] ή [[σειρά]] συλλογισμού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>κατὰ τὸν ἀναλογισμόν</i>, σύμφωνα με τον αναλογικό υπολογισμό, [[παρά]] Δημ.
|lsmtext='''ἀναλογισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[υπολογισμός]], σε Θουκ.· [[πορεία]] ή [[σειρά]] συλλογισμού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>κατὰ τὸν ἀναλογισμόν</i>, σύμφωνα με τον αναλογικό υπολογισμό, [[παρά]] Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλογισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[размышление]], [[рассуждение]] или [[рассмотрение]] Thuc., Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[соотношение]], [[пропорция]]: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 11:46, 21 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογισμός Medium diacritics: ἀναλογισμός Low diacritics: αναλογισμός Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: analogismós Transliteration B: analogismos Transliteration C: analogismos Beta Code: a)nalogismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A reconsideration, Th.3.36; reckoning, calculation, reflection 8.84; course of reasoning or line of reasoning, X.HG5.1.19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ Men.447; opp. ἐπιλογισμός, Stoic.2.89.
2 κατὰ τὸν ἀναλογισμόν = proportionately, according to proportionate reckoning, Docum. ap. D.18.106; δι' ἀναλογισμοῦ = through analogy S.E.P.1.147.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I proporción κατὰ τὸν ἀναλογισμόν = proporcionalmente doc. en D.18.106, cf. PRyl.219.8 (II a.C.)
paralelismo, analogía δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.P.1.147.
II 1reflexión, razonamiento ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ X.HG 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f
descubrimiento ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε ἑαυτοῦ ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.
2 lóg. razonamiento analógico op. ἐπιλογισμός Chrysipp.Stoic.2.89.36, cf. Clem.Al.Strom.8.9.32.

German (Pape)

[Seite 196] ὁ, das Überrechnen, Überlegen, Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 réflexion ; réexamen, révision, changement d'avis LSJ;
2 raisonnement;
3 proportion.
Étymologie: ἀναλογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλογισμός:
1 размышление, рассуждение или рассмотрение Thuc., Xen., Plut.;
2 соотношение, пропорция: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογισμός: ὁ, τὸ ἀναλογίζεσθαι μετὰ πλείονος περισκέψεως, τὸ ἀνασκοπεῖν ἐν νέου, Θουκ. 3. 36, πρβλ. 8. 84: - σκέψις, ὑπολογισμός, ἀπόφασις στηριζομένη ἐπὶ ἀναλογισμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19· ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλ. Μένανδ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 3. 2) κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, κατὰ τὸν ἐξ ἀναλογίας ὑπολογισμόν, παρὰ Δημ. 262. 5· δι’ ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. Ὑποτ. 1. 147.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλογισμός) ἀναλογίζομαι
1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση
2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός
αρχ.
1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό
2. υπολογισμός κατ' αναλογία.

Greek Monotonic

ἀναλογισμός: ὁ,
1. σκέψη, υπολογισμός, σε Θουκ.· πορεία ή σειρά συλλογισμού, σε Ξεν.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, σύμφωνα με τον αναλογικό υπολογισμό, παρά Δημ.

Middle Liddell

[from ἀναλογίζομαι
1. reconsideration, Thuc.:— a course or line of reasoning, Xen.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν according to proportionate calculation, ap. Dem.

English (Woodhouse)

reconsideration, change of mind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)