σταφίδα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(38) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σταφίς]], - | |mltxt=η / [[σταφίς]], -ίδος, ΝΜΑ, και [[σταπίς]] και [[ἀσταφίς]] Α<br />[[ποικιλία]] κλήματος με σταφύλια [[χωρίς]] [[κουκούτσι]] τα οποία τρώγονται και νωπά ή αποξηραμένα στον ήλιο και διατηρημένα, [[καθώς]] και ο [[καρπός]] [[αυτού]] του κλήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βοτ.-γεωπ.)<br /><b>1.</b> ο αποξηραμένος [[καρπός]] ορισμένων ποικιλιών αμπελιού<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της άσπερμης [[ποικιλίας]] αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, αλλ. [[σταφιδάμπελος]]<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] της [[ποικιλίας]] αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, κν. μαύρη ή κορινθιακή [[σταφίδα]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[καρπός]] [[κάθε]] [[ποικιλίας]] αμπελιού ο [[οποίος]] μπορεί να καταναλωθεί σε αποξηραμένη [[μορφή]], όπως [[είναι]] η [[σουλτανίνα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «φυσικές σταφίδες» — σταφίδες που ξηραίνονται στον ήλιο στη [[φυσική]] τους [[κατάσταση]]<br />β) «έγινε [[σταφίδα]]»<br />i) μέθυσε πολύ<br />ii) γέμισε [[ρυτίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σταφὶς ἡ [[ἀγρία]]» — το [[φυτό]] [[σταφισαγρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἀσταφίς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:17, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / σταφίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σταπίς και ἀσταφίς Α
ποικιλία κλήματος με σταφύλια χωρίς κουκούτσι τα οποία τρώγονται και νωπά ή αποξηραμένα στον ήλιο και διατηρημένα, καθώς και ο καρπός αυτού του κλήματος
νεοελλ.
(βοτ.-γεωπ.)
1. ο αποξηραμένος καρπός ορισμένων ποικιλιών αμπελιού
2. κοινή ονομασία της άσπερμης ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, αλλ. σταφιδάμπελος
3. ο καρπός της ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, κν. μαύρη ή κορινθιακή σταφίδα
4. (κατ' επέκτ.) ο καρπός κάθε ποικιλίας αμπελιού ο οποίος μπορεί να καταναλωθεί σε αποξηραμένη μορφή, όπως είναι η σουλτανίνα
5. φρ. α) «φυσικές σταφίδες» — σταφίδες που ξηραίνονται στον ήλιο στη φυσική τους κατάσταση
β) «έγινε σταφίδα»
i) μέθυσε πολύ
ii) γέμισε ρυτίδες
αρχ.
φρ. «σταφὶς ἡ ἀγρία» — το φυτό σταφισαγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἀσταφίς.