καθιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathizano
|Transliteration C=kathizano
|Beta Code=kaqiza/nw
|Beta Code=kaqiza/nw
|Definition=Aeol. κατισδάνω <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>19.5</span>, irreg. impf. [[ἐκαθίζανον]] (παρ-) <span class="title">IG</span>22.1011.22(ii B.C.):—[[sit down]], <b class="b3">θῶκόνδε καθίζανον</b> [[they went]] to the council [[and took their seats]], <span class="bibl">Od.5.3</span>; <b class="b3">μάντις ἐς θρόνους κ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>29</span>; παρά τινα <span class="bibl">Polyaen.8.64</span>: abs., σὺ δὲ καθίζανε <span class="bibl">Pherecr.172</span>; of bees, birds, etc., [[settle]], [[perch]], μέλιτταν ἐφ' ἅπαντα βλαστήματα καθιζάνουσαν <span class="bibl">Isoc.1.52</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>601a7</span>; <b class="b3">ἐπὶ δονάκων, πέτραις</b>, ib. <span class="bibl">593b10</span>, <span class="bibl">619b8</span>.
|Definition=Aeol. [[κατισδάνω]] Sapph.''Supp.''19.5, irreg. impf. [[ἐκαθίζανον]] (παρ-) ''IG''22.1011.22(ii B.C.):—[[sit down]], <b class="b3">θῶκόνδε καθίζανον</b> [[they went]] to the council [[and took their seats]], Od.5.3; <b class="b3">μάντις ἐς θρόνους κ.</b> A.''Eu.''29; παρά τινα Polyaen.8.64: abs., σὺ δὲ καθίζανε Pherecr.172; of bees, birds, etc., [[settle]], [[perch]], μέλιτταν ἐφ' ἅπαντα βλαστήματα καθιζάνουσαν Isoc.1.52, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''601a7; <b class="b3">ἐπὶ δονάκων, πέτραις</b>, ib. 593b10, 619b8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten.
|elnltext=καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to sit [[down]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον they went to the [[council]] and took [[their]] seats, Od.; [[μάντις]] ἐς θρόνους κ. Aesch.
|mdlsjtxt=to sit [[down]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον they went to the [[council]] and took [[their]] seats, Od.; [[μάντις]] ἐς θρόνους κ. Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιζάνω Medium diacritics: καθιζάνω Low diacritics: καθιζάνω Capitals: ΚΑΘΙΖΑΝΩ
Transliteration A: kathizánō Transliteration B: kathizanō Transliteration C: kathizano Beta Code: kaqiza/nw

English (LSJ)

Aeol. κατισδάνω Sapph.Supp.19.5, irreg. impf. ἐκαθίζανον (παρ-) IG22.1011.22(ii B.C.):—sit down, θῶκόνδε καθίζανον they went to the council and took their seats, Od.5.3; μάντις ἐς θρόνους κ. A.Eu.29; παρά τινα Polyaen.8.64: abs., σὺ δὲ καθίζανε Pherecr.172; of bees, birds, etc., settle, perch, μέλιτταν ἐφ' ἅπαντα βλαστήματα καθιζάνουσαν Isoc.1.52, cf. Arist.HA601a7; ἐπὶ δονάκων, πέτραις, ib. 593b10, 619b8.

German (Pape)

[Seite 1285] if, ἱζάνω), sich setzen, sich niederlassen; θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον Od. 5, 3; εἰς θρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ μέλιττα ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; παρά τινα Polyaen. 8, 64.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. épq. καθίζανον;
s'asseoir, se poser.
Étymologie: κατά, ἱζάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθιζάνω: (ζᾰ)
1 садиться, усаживаться (θῶκόνδε Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);
2 (о пчелах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.).

English (Autenrieth)

take seat; θῶκόνδε, Od. 5.3†.

Greek Monolingual

καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω)
νεοελλ.
1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω
2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα
αρχ.
κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].

Greek Monotonic

καθιζάνω: [ᾰ], κάθομαι, θῶκόνδε καθίζανον, προσέρχονταν στο συμβούλιο και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· μάντις ἐς θρόνους, κ., σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καθιζάνω: καθίζω, κάθημαι, οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ συνέδριον, Ὀδ. Ε. 3· μάντις ἐς θρόνους καθιζάνω Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· παρά τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. καθίζω.

Middle Liddell

to sit down, θῶκόνδε καθίζανον they went to the council and took their seats, Od.; μάντις ἐς θρόνους κ. Aesch.