καμψίπους: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kampsipous
|Transliteration C=kampsipous
|Beta Code=kamyi/pous
|Beta Code=kamyi/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, [[bending the foot]], in running, i.e. [[swift-running]], Ἐρινύς <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>791</span> (lyr.).
|Definition=ὁ, ἡ, καμψίπουν, τό, gen. ποδος, [[bending the foot]], in running, i.e. [[swift-running]], Ἐρινύς A.''Th.''791 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] ποδος, den Fuß biegend, einknickend, u. so zum Niederstürzen zwingend; so heißt die Erinys, die den Menschen zum Falle bringt, demüthigt, Aesch. Spt. 773. Vgl. [[καμπεσίγουνος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] ποδος, den Fuß biegend, einknickend, u. so zum Niederstürzen zwingend; so heißt die Erinys, die den Menschen zum Falle bringt, demütigt, Aesch. Spt. 773. Vgl. [[καμπεσίγουνος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καμψίπους -πουν, gen. -ποδος &#91;[[κάμπτω]], [[πούς]]] [[het been buigend]], [[snelvoetig]].
|elnltext=καμψίπους -πουν, gen. -ποδος &#91;[[κάμπτω]], [[πούς]]] [[het been buigend]], [[snelvoetig]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />bending the [[foot]], i. e. [[swift]]-[[running]], Aesch.
|mdlsjtxt=bending the [[foot]], i. e. [[swift]]-[[running]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμψίπους Medium diacritics: καμψίπους Low diacritics: καμψίπους Capitals: ΚΑΜΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kampsípous Transliteration B: kampsipous Transliteration C: kampsipous Beta Code: kamyi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, καμψίπουν, τό, gen. ποδος, bending the foot, in running, i.e. swift-running, Ἐρινύς A.Th.791 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1319] ποδος, den Fuß biegend, einknickend, u. so zum Niederstürzen zwingend; so heißt die Erinys, die den Menschen zum Falle bringt, demütigt, Aesch. Spt. 773. Vgl. καμπεσίγουνος.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
qui fait plier le pied, càd qui renverse (les criminels), qui ne les laisse pas fuir ; sel. d'autres qui plie le pied, càd agile, qui sait atteindre.
Étymologie: κάμπτω, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμψίπους -πουν, gen. -ποδος [κάμπτω, πούς] het been buigend, snelvoetig.

Russian (Dvoretsky)

καμψίπους: ποδος adj. сгибающий (чьи-л.) ноги, т. е. сбивающий с ног, повергающий на землю, смиряющий (Ἐρινύς Aesch.).

Greek Monolingual

καμψίπους, -ουν (Α)
1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους
2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῦν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» — και τώρα τρέμω μήπως η γοργοπόδαρη Ερινύς [ή: η Ερινύς που λυγίζει τα πόδια, που καταβάλλει και ταπεινώνει τους ανθρώπους] πραγματοποιήσει την κατάρα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -πους (< πούς), πρβλ. αελλόπους, ωκύπους. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Greek Monotonic

καμψίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που λυγίζει τα πόδια καθώς τρέχει, δηλ. γοργοπόδαρος, γρήγορος στο τρέξιμο, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καμψίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, κάμπτων τὸν πόδα ἐν τῷ τρέχειν, δηλ. ταχέως τρέχων, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 791· ― ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ λέξιν καμπεσίγουνος, ἣν ἴδε.

Middle Liddell

bending the foot, i. e. swift-running, Aesch.