μιξοβάρβαρος: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(25) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miksovarvaros | |Transliteration C=miksovarvaros | ||
|Beta Code=micoba/rbaros | |Beta Code=micoba/rbaros | ||
|Definition= | |Definition=μιξοβάρβαρον, [[semibarbarian]], [[half barbarian and half Greek]], E.Ph.138, X.HG2.1.15, Pl.Mx.245d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[à moitié barbare]].<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[βάρβαρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μιξοβάρβᾰρος:''' [[полуварварский]] Eur., Xen., Plat. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξοβάρβᾰρος''': κατὰ τὸ ἥμισυ [[βάρβαρος]] καὶ κατὰ τὸ [[ἄλλο]] [[Ἕλλην]], Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D. | |lstext='''μιξοβάρβᾰρος''': κατὰ τὸ ἥμισυ [[βάρβαρος]] καὶ κατὰ τὸ [[ἄλλο]] [[Ἕλλην]], Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μειξοβάρβαρος]], -η, -ο (ΑΜ [[μιξοβάρβαρος]], -ον, Α και [[μειξοβάρβαρος]], -ον)<br />μη [[γνήσιος]] [[Έλληνας]], αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ένα ήμισυ [[βάρβαρος]] και [[κατά]] το [[άλλο]] ήμισυ [[Έλληνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μιξοβάρβαρη</i><br />(για την ελληνική [[γλώσσα]]) [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[έθνος]] το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[βάρβαρος]]. | |mltxt=και [[μειξοβάρβαρος]], -η, -ο (ΑΜ [[μιξοβάρβαρος]], -ον, Α και [[μειξοβάρβαρος]], -ον)<br />μη [[γνήσιος]] [[Έλληνας]], αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ένα ήμισυ [[βάρβαρος]] και [[κατά]] το [[άλλο]] ήμισυ [[Έλληνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μιξοβάρβαρη</i><br />(για την ελληνική [[γλώσσα]]) [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[έθνος]] το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[βάρβαρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μιξοβάρβαρος:''' [[μισός]] [[βάρβαρος]] - [[μισός]] [[Έλληνας]], σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[half]] [[barbarian]] [[half]] Greek, Eur., Xen. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[half-barbarous]], [[half-foreign]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=μισός [[βάρβαρος]] καί μισός Ἕλληνας). Ἀπό τό [[μίγνυμι]] + [[βάρβαρος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μίγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 3 March 2024
English (LSJ)
μιξοβάρβαρον, semibarbarian, half barbarian and half Greek, E.Ph.138, X.HG2.1.15, Pl.Mx.245d.
German (Pape)
[Seite 188] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié barbare.
Étymologie: μίγνυμι, βάρβαρος.
Russian (Dvoretsky)
μιξοβάρβᾰρος: полуварварский Eur., Xen., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοβάρβᾰρος: κατὰ τὸ ἥμισυ βάρβαρος καὶ κατὰ τὸ ἄλλο Ἕλλην, Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.
Greek Monolingual
και μειξοβάρβαρος, -η, -ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, -ον, Α και μειξοβάρβαρος, -ον)
μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη
(για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε έθνος το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα
2. αυτός που χρησιμοποιεί γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + βάρβαρος.
Greek Monotonic
μιξοβάρβαρος: μισός βάρβαρος - μισός Έλληνας, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
half barbarian half Greek, Eur., Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μισός βάρβαρος καί μισός Ἕλληνας). Ἀπό τό μίγνυμι + βάρβαρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μίγνυμι.