μικρολόγος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_9) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikrologos | |Transliteration C=mikrologos | ||
|Beta Code=mikrolo/gos | |Beta Code=mikrolo/gos | ||
|Definition=or | |Definition=or [[σμικρολόγος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[counting trifles]], [[careful about trifles]]; and so,<br><span class="bld">1</span> [[caring about petty expenses]], [[penurious]], D.59.36, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''10.1, Hyp.''Fr.''255, etc.; <b class="b3">σὺ δὲ μ. ἄρ' οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι</b> (''[[sc.]]'' [[ἐμβάδας]]) Men.109.4.<br><span class="bld">2</span> [[cavilling about trifles]], [[captious]], μ. καὶ μεμψίμοιρος Isoc.12.8; μ. καὶ μικρολύπους Plu. 2.171b; [[petty]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 210d. Adv. [[μικρολόγως]] Plu.2.730b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem [[σεμνός]] entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ [[ὀργίλος]] καὶ [[φιλόνεικος]], Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der [[μεγαλοψυχία]] entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem [[σεμνός]] entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ [[ὀργίλος]] καὶ [[φιλόνεικος]], Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der [[μεγαλοψυχία]] entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> σμικρολόγος;<br />ος, ον :<br /><b>1</b> [[minutieux]], [[pointilleux]], [[chicaneur]];<br /><b>2</b> [[mesquin]], [[qui a un petit esprit]] <i>ou</i> un petit caractère.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[λόγος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρολόγος:''' и σμῑκρολόγος<br /><b class="num">1</b> [[питающий пристрастие к пустякам]], [[мелочной]], [[придирчивый]] Dem., Isocr., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[скупой]], [[скаредный]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρολόγος''': ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε [[μικρός]])· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· [[ἑπομένως]], Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, [[φειδωλός]], [[γλίσχρος]], Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. [[ἐμβάδας]]) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, [[φιλόνεικος]], Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· [[μικροπρεπής]], Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β. | |lstext='''μῑκρολόγος''': ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε [[μικρός]])· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· [[ἑπομένως]], Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, [[φειδωλός]], [[γλίσχρος]], Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. [[ἐμβάδας]]) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, [[φιλόνεικος]], Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· [[μικροπρεπής]], Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο<br />(Α [[μικρολόγος]] και [[σμικρολόγος]] -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[προσοχή]] σε ασήμαντες λεπτομέρειες, [[σχολαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, [[φειδωλός]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>2.</b> [[μικροπρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρολόγως</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με [[σχολαστικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῑκρολόγος:''' ή [[σμικρο]]-, αυτός που υπολογίζει και τα ασήμαντα πράγματα, απ' όπου,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που νοιάζεται [[ακόμη]] και για ασήμαντα έξοδα, τσιγκούνης, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προβάλλει [[συνεχώς]] επιπόλαιες ενστάσεις για ασήμαντα ζητήματα, που διακατέχεται από αρνητισμό, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[reckoning]] trifles; and so,<br /><b class="num">1.</b> caring [[about]] [[petty]] expenses, [[penurious]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> [[cavilling]] [[about]] trifles, [[captious]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 3 March 2024
English (LSJ)
or σμικρολόγος, ον,
A counting trifles, careful about trifles; and so,
1 caring about petty expenses, penurious, D.59.36, Thphr. Char.10.1, Hyp.Fr.255, etc.; σὺ δὲ μ. ἄρ' οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (sc. ἐμβάδας) Men.109.4.
2 cavilling about trifles, captious, μ. καὶ μεμψίμοιρος Isoc.12.8; μ. καὶ μικρολύπους Plu. 2.171b; petty, Pl.Smp. 210d. Adv. μικρολόγως Plu.2.730b.
German (Pape)
[Seite 184] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem σεμνός entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ ὀργίλος καὶ φιλόνεικος, Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der μεγαλοψυχία entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.
French (Bailly abrégé)
ou σμικρολόγος;
ος, ον :
1 minutieux, pointilleux, chicaneur;
2 mesquin, qui a un petit esprit ou un petit caractère.
Étymologie: μικρός, λόγος.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρολόγος: и σμῑκρολόγος
1 питающий пристрастие к пустякам, мелочной, придирчивый Dem., Isocr., Luc.;
2 скупой, скаредный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρολόγος: ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε μικρός)· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· ἑπομένως, Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, φειδωλός, γλίσχρος, Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. ἐμβάδας) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, φιλόνεικος, Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· μικροπρεπής, Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β.
Greek Monolingual
-ο
(Α μικρολόγος και σμικρολόγος -ον)
1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα
2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης
2. μικροπρεπής.
επίρρ...
μικρολόγως (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με σχολαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -λόγος].
Greek Monotonic
μῑκρολόγος: ή σμικρο-, αυτός που υπολογίζει και τα ασήμαντα πράγματα, απ' όπου,
1. αυτός που νοιάζεται ακόμη και για ασήμαντα έξοδα, τσιγκούνης, σε Δημ.
2. αυτός που προβάλλει συνεχώς επιπόλαιες ενστάσεις για ασήμαντα ζητήματα, που διακατέχεται από αρνητισμό, σε Πλάτ.
Middle Liddell
reckoning trifles; and so,
1. caring about petty expenses, penurious, Dem.
2. cavilling about trifles, captious, Plat.