παραναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paranadyomai
|Transliteration C=paranadyomai
|Beta Code=paranadu/omai
|Beta Code=paranadu/omai
|Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., [[creep]], [[crawl out]], ἐκ τῶν λίκνων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>2</span>.</span>
|Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., [[creep]], [[crawl out]], ἐκ τῶν λίκνων Plu.''Alex.''2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 and perf. act., to [[come]] [[forth]] and [[appear]] [[beside]] or near, Plut.
|mdlsjtxt=Mid., with aor2 and perf. act., to [[come]] [[forth]] and [[appear]] [[beside]] or near, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραναδύομαι Medium diacritics: παραναδύομαι Low diacritics: παραναδύομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΑΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paranadýomai Transliteration B: paranadyomai Transliteration C: paranadyomai Beta Code: paranadu/omai

English (LSJ)

Med., with aor. 2 and pf. Act., creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.

German (Pape)

[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.

French (Bailly abrégé)

f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d'auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αναδύομαι erbij opduiken.

Russian (Dvoretsky)

παραναδύομαι: (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῦ κισσοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραναδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., έρχομαι μπροστά και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.

Middle Liddell

Mid., with aor2 and perf. act., to come forth and appear beside or near, Plut.