στηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
mNo edit summary
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=στηλίτης
|Full diacritics=στηλῑ́της
|Medium diacritics=στηλίτης
|Medium diacritics=στηλίτης
|Low diacritics=στηλίτης
|Low diacritics=στηλίτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stilitis
|Transliteration C=stilitis
|Beta Code=sthli/ths
|Beta Code=sthli/ths
|Definition=ου, ὁ, fem. [[στηλῖτις]], ιδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or like a [[στήλη]], [[λίθος]] <span class="bibl">Luc. <span class="title">Philops.</span>11</span>; <b class="b3">ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ</b> (Dor.) <span class="title">AP</span>7.424 (Antip.Sid.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[inscribe]]d on a [[στήλη]], [[posted as infamous]] or [[placarded as infamous]], <b class="b3">στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, στηλίτας ποιεῖν</b>, <span class="bibl">Isoc.16.9</span>, <span class="bibl">D.9.45</span>; <b class="b3">σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει</b> Thrasyb. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1400a32</span>; cf. foreg.</span>
|Definition=στηλίτου, ὁ, fem. [[στηλῖτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> of or like a [[στήλη]], [[λίθος]] Luc. ''Philops.''11; <b class="b3">ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ</b> (Dor.) ''AP''7.424 (Antip.Sid.).<br><span class="bld">II</span> [[inscribe]]d on a [[στήλη]], [[posted as infamous]] or [[placarded as infamous]], <b class="b3">στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, στηλίτας ποιεῖν</b>, Isoc.16.9, D.9.45; <b class="b3">σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει</b> Thrasyb. ap. Arist.''Rh.''1400a32; cf. [[στηλιτεύω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] ὁ, fem. στηλῖτις, zur Säule gebörig; [[λίθος]], Luc. philops. 11; auf eine Säule geschrieben; bes. der, dessen Namen an die öffentliche Schandsäule geschrieben, gebrandmarkt ist, ὥςτε καὶ στηλίτας ποιεῖν, Dem. 9, 45; Plut. u. a. Sp. – Auf einer Säule wohnend, wie einige ägyptische Einsiedler zur Selbstpeinigung thaten, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] ὁ, fem. στηλῖτις, zur Säule gebörig; [[λίθος]], Luc. philops. 11; auf eine Säule geschrieben; bes. der, dessen Namen an die öffentliche Schandsäule geschrieben, gebrandmarkt ist, ὥςτε καὶ στηλίτας ποιεῖν, Dem. 9, 45; Plut. u. a. Sp. – Auf einer Säule wohnend, wie einige ägyptische Einsiedler zur Selbstpeinigung thaten, K. S.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στηλίτης''': [], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς στήλην ἢ [[ὅμοιος]] στήλῃ, [[λίθος]] Λουκ. Φιλοψ. 11· ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Δωρ.) Ἀνθ. Π. 7. 424. ΙΙ. ἐπιγεγραμμένος ἐπὶ στήλης, [[δημοσίᾳ]] ἀναγεγραμμένος ὡς ἄτιμος, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 348D, Δημ. 122. 24· στ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 25· πρβλ. [[στήλη]] ΙΙ. 2, [[στηλιτεύω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[en forme de colonne]], [[de stèle]];<br /><b>2</b> [[inscrit sur une colonne]], [[une stèle en signe d'infamie]], [[déshonoré]].<br />'''Étymologie:''' [[στήλη]].
}}
{{elnl
|elnltext=στηλίτης -ου [στήλη] als adj. op een stèle (als misdadiger) genoteerd (om iem. publiekelijk als misdadiger aan te merken). gedenksteen-, van een gedenksteen. Luc. 34.11.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> en forme de colonne, de stèle;<br /><b>2</b> inscrit sur une colonne, une stèle en signe d'infamie, déshonoré.<br />'''Étymologie:''' [[στήλη]].
|elrutext='''στηλίτης:''' ου (ῑ) adj. m<br /><b class="num">1</b> [[имеющий вид столба]] ([[λίθος]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[записанный на столбе]], т. е. чье имя пригвождено к позорному столбу Isocr., Dem.: σ. γεγονώς Arst. записанный на позорном столбе.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, -ίτιδος Α<br />([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) [[άτομο]] του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο [[πάνω]] σε [[στήλη]] για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]] που ασκητεύει [[πάνω]] σε [[στήλη]], αλλ. [[στυλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στηλίτες</i><br />δυσφημιστικός [[χαρακτηρισμός]] τών βουλευτών του [[κόμματος]] του Δημ. Βούλγαρη [[επειδή]] ψήφιζαν νομοσχέδια [[χωρίς]] το [[σώμα]] να έχει [[απαρτία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στήλη]] ή αυτός που [[είναι]] όμοιος με [[στήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>οπλ</i>-[[ίτης]], <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῖτις, -ίτιδος Α<br />([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) [[άτομο]] του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο [[πάνω]] σε [[στήλη]] για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]] που ασκητεύει [[πάνω]] σε [[στήλη]], αλλ. [[στυλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στηλίτες</i><br />δυσφημιστικός [[χαρακτηρισμός]] τών βουλευτών του [[κόμματος]] του Δημ. Βούλγαρη [[επειδή]] ψήφιζαν νομοσχέδια [[χωρίς]] το [[σώμα]] να έχει [[απαρτία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στήλη]] ή αυτός που [[είναι]] όμοιος με [[στήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[οπλίτης]], [[πολίτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στηλίτης:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> Δωρ. στᾱλ, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, θηλ. -ῖτις, <i>-ιδος</i>, αυτός που ανήκει σε ή είναι όμοιος με [[στήλη]], σε Λουκ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που το όνομά του έχει αναγραφεί σε [[στήλη]], που διακηρύσσεται ή καθίσταται δημοσίως [[γνωστός]] ως [[άτιμος]]· <i>στηλίτην ἀναγράφειν</i>, <i>ποιεῖν</i>, σε Ισοκρ., Δημ.
|lsmtext='''στηλίτης:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> Δωρ. στᾱλ, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, θηλ. -ῖτις, <i>-ιδος</i>, αυτός που ανήκει σε ή είναι όμοιος με [[στήλη]], σε Λουκ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που το όνομά του έχει αναγραφεί σε [[στήλη]], που διακηρύσσεται ή καθίσταται δημοσίως [[γνωστός]] ως [[άτιμος]]· <i>στηλίτην ἀναγράφειν</i>, <i>ποιεῖν</i>, σε Ισοκρ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στηλίτης:''' ου (ῑ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[имеющий вид столба]] ([[λίθος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> записанный на столбе, т. е. чье имя пригвождено к позорному столбу Isocr., Dem.: σ. γεγονώς Arst. записанный на позорном столбе.
|lstext='''στηλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς στήλην ἢ [[ὅμοιος]] στήλῃ, [[λίθος]] Λουκ. Φιλοψ. 11· ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Δωρ.) Ἀνθ. Π. 7. 424. ΙΙ. ἐπιγεγραμμένος ἐπὶ στήλης, [[δημοσίᾳ]] ἀναγεγραμμένος ὡς ἄτιμος, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 348D, Δημ. 122. 24· στ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 25· πρβλ. [[στήλη]] ΙΙ. 2, [[στηλιτεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στηλίτης -ου [στήλη] als adj. op een stèle (als misdadiger) genoteerd (om iem. publiekelijk als misdadiger aan te merken). gedenksteen-, van een gedenksteen. Luc. 34.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> of or like a [[στήλη]], Luc., Anth.<br /><b class="num">II.</b> inscribed on a [[στήλη]], posted or placarded as [[infamous]], στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Isocr., Dem.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> of or like a [[στήλη]], Luc., Anth.<br /><b class="num">II.</b> inscribed on a [[στήλη]], posted or placarded as [[infamous]], στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Isocr., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλῑ́της Medium diacritics: στηλίτης Low diacritics: στηλίτης Capitals: ΣΤΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: stēlítēs Transliteration B: stēlitēs Transliteration C: stilitis Beta Code: sthli/ths

English (LSJ)

στηλίτου, ὁ, fem. στηλῖτις, ιδος,
A of or like a στήλη, λίθος Luc. Philops.11; ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Dor.) AP7.424 (Antip.Sid.).
II inscribed on a στήλη, posted as infamous or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, στηλίτας ποιεῖν, Isoc.16.9, D.9.45; σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει Thrasyb. ap. Arist.Rh.1400a32; cf. στηλιτεύω.

German (Pape)

[Seite 941] ὁ, fem. στηλῖτις, zur Säule gebörig; λίθος, Luc. philops. 11; auf eine Säule geschrieben; bes. der, dessen Namen an die öffentliche Schandsäule geschrieben, gebrandmarkt ist, ὥςτε καὶ στηλίτας ποιεῖν, Dem. 9, 45; Plut. u. a. Sp. – Auf einer Säule wohnend, wie einige ägyptische Einsiedler zur Selbstpeinigung thaten, K. S.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 en forme de colonne, de stèle;
2 inscrit sur une colonne, une stèle en signe d'infamie, déshonoré.
Étymologie: στήλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλίτης -ου [στήλη] als adj. op een stèle (als misdadiger) genoteerd (om iem. publiekelijk als misdadiger aan te merken). gedenksteen-, van een gedenksteen. Luc. 34.11.

Russian (Dvoretsky)

στηλίτης: ου (ῑ) adj. m
1 имеющий вид столба (λίθος Luc.);
2 записанный на столбе, т. е. чье имя пригвождено к позорному столбу Isocr., Dem.: σ. γεγονώς Arst. записанный на позорном столбе.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῖτις, -ίτιδος Α
(κατά την αρχαιότητα) άτομο του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε στήλη για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του
νεοελλ.
1. μοναχός που ασκητεύει πάνω σε στήλη, αλλ. στυλίτης
2. στον πληθ. οι στηλίτες
δυσφημιστικός χαρακτηρισμός τών βουλευτών του κόμματος του Δημ. Βούλγαρη επειδή ψήφιζαν νομοσχέδια χωρίς το σώμα να έχει απαρτία
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στήλη ή αυτός που είναι όμοιος με στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης, πολίτης)].

Greek Monotonic

στηλίτης: [ῑ],
I. Δωρ. στᾱλ, -ου, , θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που ανήκει σε ή είναι όμοιος με στήλη, σε Λουκ., Ανθ.
II. αυτός που το όνομά του έχει αναγραφεί σε στήλη, που διακηρύσσεται ή καθίσταται δημοσίως γνωστός ως άτιμος· στηλίτην ἀναγράφειν, ποιεῖν, σε Ισοκρ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς στήλην ἢ ὅμοιος στήλῃ, λίθος Λουκ. Φιλοψ. 11· ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Δωρ.) Ἀνθ. Π. 7. 424. ΙΙ. ἐπιγεγραμμένος ἐπὶ στήλης, δημοσίᾳ ἀναγεγραμμένος ὡς ἄτιμος, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 348D, Δημ. 122. 24· στ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 25· πρβλ. στήλη ΙΙ. 2, στηλιτεύω.

Middle Liddell

I. of or like a στήλη, Luc., Anth.
II. inscribed on a στήλη, posted or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Isocr., Dem.