δεδοκημένος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dedokimenos
|Transliteration C=dedokimenos
|Beta Code=dedokhme/nos
|Beta Code=dedokhme/nos
|Definition=irreg. part. pf. of [[δέχομαι]] (Ion. [[δέκομαι]]), in act. sense, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[waiting]], [[watching]], <span class="bibl">Il.15.730</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>214</span>, <span class="bibl">A.R.4.900</span>; <b class="b3">δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν</b> <b class="b2">waiting, to see .</b>., ib.<span class="bibl">1660</span>: c. acc., [[observing]], φάσιας <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span> 122</span>; [[watching]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>30.88</span>, al.: c. gen., ἤματος <span class="bibl">Arat.559</span>.</span>
|Definition=irreg. part. pf. of [[δέχομαι]] (Ion. [[δέκομαι]]), in act. sense, [[waiting]], [[watching]], Il.15.730, Hes.''Sc.''214, A.R.4.900; <b class="b3">δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν</b> [[waiting]], [[to see.]]., ib.1660: c. acc., [[observing]], φάσιας Nic.''Th.'' 122; [[watching]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo ép.]<br />part. perf. irreg. de [[δέκομαι]], [[δέχομαι]] [[acechando]], [[aguardando]] abs. ὅ γ' ἑστήκει δ. <i>Il</i>.15.730, ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ. Hes.<i>Sc</i>.214, cf. A.R.4.900, c. gen. ἤματος Arat.559<br /><b class="num">•</b>c. ac. [[esperando a ver]] δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως A.R.4.1660, Πληιάδων φάσιας δ. Nic.<i>Th</i>.122, ἔλαφον Opp.<i>H</i>.1.238, cf. 672, Nonn.<i>D</i>.30.88.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0534.png Seite 534]] s. [[δέχομαι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0534.png Seite 534]] s. [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δεδοκημένος''': ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ [[δέχομαι]] (Ἰων. [[δέκομαι]]) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων , περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται [[μετὰ]] τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ [[δοκέω]].
|btext=η, ον :<br />[[qui attend]], [[qui s'attend à]].<br />'''Étymologie:''' part. de [[δεδόκημαι]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=η, ον :<br />qui attend, qui s’attend à.<br />'''Étymologie:''' part. de [[δεδόκημαι]].
|elnltext=δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[δοκάω]].
|auten=see [[δοκάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo ép.]<br />part. perf. irreg. de [[δέκομαι]], [[δέχομαι]] [[acechando]], [[aguardando]] abs. ὅ γ' ἑστήκει δ. <i>Il</i>.15.730, ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ. Hes.<i>Sc</i>.214, cf. A.R.4.900, c. gen. ἤματος Arat.559<br /><b class="num">•</b>c. ac. [[esperando a ver]] δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως A.R.4.1660, Πληιάδων φάσιας δ. Nic.<i>Th</i>.122, ἔλαφον Opp.<i>H</i>.1.238, cf. 672, Nonn.<i>D</i>.30.88.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 31: Line 31:
|lsmtext='''δεδοκημένος:''' ανωμ. μτχ. του [[δέχομαι]] (Ιων. [[δέκομαι]]), με Ενεργ. [[σημασία]], αυτός που αναμένει, περιμένει σε [[ενέδρα]], αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. [[δεδόκημαι]] από το [[δοκέω]].
|lsmtext='''δεδοκημένος:''' ανωμ. μτχ. του [[δέχομαι]] (Ιων. [[δέκομαι]]), με Ενεργ. [[σημασία]], αυτός που αναμένει, περιμένει σε [[ενέδρα]], αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. [[δεδόκημαι]] από το [[δοκέω]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω.
|lstext='''δεδοκημένος''': ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ [[δέχομαι]] (Ἰων. [[δέκομαι]]) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων, περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ [[δοκέω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />irreg. partic. of [[δέχομαι]] (Ionic [[δέχομαι]]), in act. [[sense]], [[waiting]], [[lying]] in [[wait]], Il., Hes.;—not to be [[confounded]] with [[attic]] [[δεδόκημαι]] from [[δοκέω]].
|mdlsjtxt=irreg. partic. of [[δέχομαι]] (Ionic [[δέχομαι]]), in act. [[sense]], [[waiting]], [[lying]] in [[wait]], Il., Hes.;—not to be [[confounded]] with Attic [[δεδόκημαι]] from [[δοκέω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδοκημένος Medium diacritics: δεδοκημένος Low diacritics: δεδοκημένος Capitals: ΔΕΔΟΚΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: dedokēménos Transliteration B: dedokēmenos Transliteration C: dedokimenos Beta Code: dedokhme/nos

English (LSJ)

irreg. part. pf. of δέχομαι (Ion. δέκομαι), in act. sense, waiting, watching, Il.15.730, Hes.Sc.214, A.R.4.900; δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν waiting, to see.., ib.1660: c. acc., observing, φάσιας Nic.Th. 122; watching, Nonn. D. 30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo ép.]
part. perf. irreg. de δέκομαι, δέχομαι acechando, aguardando abs. ὅ γ' ἑστήκει δ. Il.15.730, ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ. Hes.Sc.214, cf. A.R.4.900, c. gen. ἤματος Arat.559
c. ac. esperando a ver δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως A.R.4.1660, Πληιάδων φάσιας δ. Nic.Th.122, ἔλαφον Opp.H.1.238, cf. 672, Nonn.D.30.88.

German (Pape)

[Seite 534] s. δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui attend, qui s'attend à.
Étymologie: part. de δεδόκημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω.

English (Autenrieth)

see δοκάω.

Greek Monolingual

-η, -ον
βλ. δέχομαι.

Greek Monotonic

δεδοκημένος: ανωμ. μτχ. του δέχομαι (Ιων. δέκομαι), με Ενεργ. σημασία, αυτός που αναμένει, περιμένει σε ενέδρα, αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. δεδόκημαι από το δοκέω.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοκημένος: ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ δέχομαι (Ἰων. δέκομαι) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων, περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ δοκέω.

Middle Liddell

irreg. partic. of δέχομαι (Ionic δέχομαι), in act. sense, waiting, lying in wait, Il., Hes.;—not to be confounded with Attic δεδόκημαι from δοκέω.