ἀμφιμέλας: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfimelas
|Transliteration C=amfimelas
|Beta Code=a)mfime/las
|Beta Code=a)mfime/las
|Definition=<b class="b3">-μέλαινα, -μέλᾰν</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">black all round:</b> Hom. always [[epithet]] of [[φρένες]] (best written divisim, as by Alex. critics), [[darkened on either side]], of strong emotions, as anger, <span class="bibl">Il.1.103</span>, <span class="bibl">17.83</span>, <span class="bibl">Od.4.661</span>; courage, <span class="bibl">Il.17.499</span>,<span class="bibl">573</span>: prob. metaph. from an angry sea. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">ἀ. κόνις</b> [[coal-black]] dust, <span class="title">AP</span>7.738 (Theodorid.).</span>
|Definition=ἀμφιμέλαινα, ἀμφιμέλᾰν,<br><span class="bld">A</span> black all round: Hom. always [[epithet]] of [[φρένες]] (best written divisim, as by Alex. critics), [[darkened on either side]], of strong emotions, as anger, Il.1.103, 17.83, Od.4.661; courage, Il.17.499,573: prob. metaph. from an angry sea.<br><span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">ἀμφιμέλαινα κόνις</b> [[coal-black]] [[dust]], ''AP''7.738 (Theodorid.).
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀμφιμέλας''': -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα [[μέλας]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται [[ἐνιαχοῦ]] νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ [[ὅμως]] καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· [[ὥστε]] [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι ἡ [[λέξις]] ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, [[ἤτοι]] τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.
|dgtxt=-μέλαινα, -μέλαν<br />[[renegrido]] φρένες <i>Od</i>.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto <i>AP</i> 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. [[ἀμφὶ]]... φρένες en [[ἀμφί]] A I.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=αινα, αν;<br />tout obscurci <i>ou</i> aveuglé (par la colère, la douleur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[μέλας]].
|btext=αινα, αν;<br />tout obscurci <i>ou</i> aveuglé (par la colère, la douleur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[μέλας]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-μέλαινα, -μέλαν<br />[[renegrido]] φρένες <i>Od</i>.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto <i>AP</i> 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. [[ἀμφὶ]]... φρένες en [[ἀμφί]] A I.
|elrutext='''ἀμφιμέλας:''' [[μέλαινα]], [[μέλαν]]<br /><b class="num">1</b> [[весь черный или почерневший]] ([[κόνις]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[помрачневший]], [[омраченный]] (φρένες Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφιμέλας''': -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα [[μέλας]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται [[ἐνιαχοῦ]] νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ [[ὅμως]] καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· [[ὥστε]] [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι ἡ [[λέξις]] ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, [[ἤτοι]] τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιμέλας:''' -[[μέλαινα]], -μέλᾰν, [[ολόμαυρος]]· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, πιθ. αναφέρεται στις <i>[[φρένες]]</i> ή το ανθρώπινο [[διάφραγμα]] που τυλίγεται στο [[σκοτάδι]], αυτός που εδράζει στο [[σκοτάδι]].
|lsmtext='''ἀμφιμέλας:''' -[[μέλαινα]], -μέλᾰν, [[ολόμαυρος]]· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, πιθ. αναφέρεται στις <i>[[φρένες]]</i> ή το ανθρώπινο [[διάφραγμα]] που τυλίγεται στο [[σκοτάδι]], αυτός που εδράζει στο [[σκοτάδι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιμέλας:''' [[μέλαινα]], [[μέλαν]]<br /><b class="num">1)</b> [[весь черный или почерневший]] ([[κόνις]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[помрачневший]], [[омраченный]] (φρένες Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[black]] all [[round]]: φρένες ἀμφιμέλαιναι, prob. referring to the φρένες or [[midriff]] [[being]] wrapped in [[darkness]], [[dark]]-[[seated]].
|mdlsjtxt=[[black]] all [[round]]: φρένες ἀμφιμέλαιναι, prob. referring to the φρένες or [[midriff]] [[being]] wrapped in [[darkness]], [[dark]]-[[seated]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμέλας Medium diacritics: ἀμφιμέλας Low diacritics: αμφιμέλας Capitals: ΑΜΦΙΜΕΛΑΣ
Transliteration A: amphimélas Transliteration B: amphimelas Transliteration C: amfimelas Beta Code: a)mfime/las

English (LSJ)

ἀμφιμέλαινα, ἀμφιμέλᾰν,
A black all round: Hom. always epithet of φρένες (best written divisim, as by Alex. critics), darkened on either side, of strong emotions, as anger, Il.1.103, 17.83, Od.4.661; courage, Il.17.499,573: prob. metaph. from an angry sea.
2 generally, ἀμφιμέλαινα κόνις coal-black dust, AP7.738 (Theodorid.).

Spanish (DGE)

-μέλαινα, -μέλαν
renegrido φρένες Od.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto AP 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. ἀμφὶ... φρένες en ἀμφί A I.

French (Bailly abrégé)

αινα, αν;
tout obscurci ou aveuglé (par la colère, la douleur, etc.).
Étymologie: ἀμφί, μέλας.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιμέλας: μέλαινα, μέλαν
1 весь черный или почерневший (κόνις Anth.);
2 помрачневший, омраченный (φρένες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμέλας: -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα μέλας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται ἐνιαχοῦ νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ ὅμως καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· ὥστε εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ λέξις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, ἤτοι τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.

Greek Monolingual

ἀμφιμέλας, -αινα, -αν (Α)
(στον Όμ. πάντοτε ως επίθ. του φρένες) σκοτεινός από κάθε πλευρά, μαύρος, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-- + μέλας.

Greek Monotonic

ἀμφιμέλας: -μέλαινα, -μέλᾰν, ολόμαυρος· φρένες ἀμφιμέλαιναι, πιθ. αναφέρεται στις φρένες ή το ανθρώπινο διάφραγμα που τυλίγεται στο σκοτάδι, αυτός που εδράζει στο σκοτάδι.

Middle Liddell

black all round: φρένες ἀμφιμέλαιναι, prob. referring to the φρένες or midriff being wrapped in darkness, dark-seated.