ἀποσχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aposchoinizo
|Transliteration C=aposchoinizo
|Beta Code=a)posxoini/zw
|Beta Code=a)posxoini/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">separate by a cord</b>: hence generally, [[bar]], [[exclude]], ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις <span class="bibl">D.25.28</span>: abs., Plu.2.443c; ἀρετῆς <span class="bibl">Ph.1.205</span>; <b class="b3">ἀ. τινά τινος</b> ib.<span class="bibl">219</span>, cf. <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>23.45</span>.</span>
|Definition=[[separate by a cord]]: hence generally, [[bar]], [[exclude]], ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις D.25.28: abs., Plu.2.443c; ἀρετῆς Ph.1.205; <b class="b3">ἀ. τινά τινος</b> ib.219, cf. Lib.''Decl.''23.45.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[separar mediante una cuerda o cordón]] de donde, gener. [[apartar]], [[separar]] c. ac. αὐτούς Lib.<i>Decl</i>.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.<i>Gen</i>.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.<br /><b class="num">2</b> intr. [[separarse]] ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀποσχοινισθεὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου <i>PMasp</i>.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942<br /><b class="num">•</b>en perf. [[estar separado]] c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.<i>Ep.encycl</i>.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad</i> D.25.28<br /><b class="num">•</b>[[estar interrumpido]] κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.<i>V.Chrys</i>.6 p.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil, [[σχοῖνος]]) absondern, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς δικαίοις, γνώσεσι δικαστηρίων Dem. 25, 28, an die σχοινία μεμιλτωμένα der Volksversammlung erinnernd; übh. absondern, Philo; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut. virt. mor. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil, [[σχοῖνος]]) absondern, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς δικαίοις, γνώσεσι δικαστηρίων Dem. 25, 28, an die σχοινία μεμιλτωμένα der Volksversammlung erinnernd; übh. absondern, Philo; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut. virt. mor. 4.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποσχοινίζω''': [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου συρομένου ὁλόγυρα: ἐν γένει, [[ἀποχωρίζω]], ἀπομονώνω, [[ἀποκλείω]], ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις Δημ. 778. 16· πρβλ. Πλούτ. 2. 443Β, Φίλωνα 1. 205, 219. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ, Θεόδ. Στουδ. σ. 228C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], σχοινίζω.
|btext=séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], σχοινίζω.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[separar mediante una cuerda o cordón]] de donde, gener. [[apartar]], [[separar]] c. ac. αὐτούς Lib.<i>Decl</i>.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.<i>Gen</i>.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.<br /><b class="num">2</b> intr. [[separarse]] ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀποσχοινισθεὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου <i>PMasp</i>.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942<br /><b class="num">•</b>en perf. [[estar separado]] c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.<i>Ep.encycl</i>.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad</i> D.25.28<br /><b class="num">•</b>[[estar interrumpido]] κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.<i>V.Chrys</i>.6 p.35.
|elrutext='''ἀποσχοινίζω:''' отделять с помощью натянутой веревки, перен. отмежевывать, обособлять (ἀπεσχοινισμένος τισί Dem.; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀποσχοινίζω''': [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου συρομένου ὁλόγυρα: ἐν γένει, [[ἀποχωρίζω]], ἀπομονώνω, [[ἀποκλείω]], ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις Δημ. 778. 16· πρβλ. Πλούτ. 2. 443Β, Φίλωνα 1. 205, 219. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, , Θεόδ. Στουδ. σ. 228C.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσχοινίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποχωρίζω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[σχοινί]]· γενικά, [[αποχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀποσχοινίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποχωρίζω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[σχοινί]]· γενικά, [[αποχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσχοινίζω:''' отделять с помощью натянутой веревки, перен. отмежевывать, обособлять (ἀπεσχοινισμένος τισί Dem.; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[separate]] by a [[cord]]: [[generally]], to [[separate]], Dem.
|mdlsjtxt=to [[separate]] by a [[cord]]: [[generally]], to [[separate]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσχοινίζω Medium diacritics: ἀποσχοινίζω Low diacritics: αποσχοινίζω Capitals: ΑΠΟΣΧΟΙΝΙΖΩ
Transliteration A: aposchoinízō Transliteration B: aposchoinizō Transliteration C: aposchoinizo Beta Code: a)posxoini/zw

English (LSJ)

separate by a cord: hence generally, bar, exclude, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις D.25.28: abs., Plu.2.443c; ἀρετῆς Ph.1.205; ἀ. τινά τινος ib.219, cf. Lib.Decl.23.45.

Spanish (DGE)

1 tr. separar mediante una cuerda o cordón de donde, gener. apartar, separar c. ac. αὐτούς Lib.Decl.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.Gen.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.
2 intr. separarse ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.
en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀποσχοινισθεὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου PMasp.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942
en perf. estar separado c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.Ep.encycl.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad D.25.28
estar interrumpido κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.V.Chrys.6 p.35.

German (Pape)

[Seite 329] abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil, σχοῖνος) absondern, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς δικαίοις, γνώσεσι δικαστηρίων Dem. 25, 28, an die σχοινία μεμιλτωμένα der Volksversammlung erinnernd; übh. absondern, Philo; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut. virt. mor. 4.

French (Bailly abrégé)

séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.
Étymologie: ἀπό, σχοινίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσχοινίζω: отделять с помощью натянутой веревки, перен. отмежевывать, обособлять (ἀπεσχοινισμένος τισί Dem.; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσχοινίζω: ἀποχωρίζω διὰ σχοινίου συρομένου ὁλόγυρα: ἐν γένει, ἀποχωρίζω, ἀπομονώνω, ἀποκλείω, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις Δημ. 778. 16· πρβλ. Πλούτ. 2. 443Β, Φίλωνα 1. 205, 219. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ, Θεόδ. Στουδ. σ. 228C.

Greek Monolingual

ἀποσχοινίζω (Α) σχοίνος
1. αποχωρίζω με σχοινί
2. αποκλείω.

Greek Monotonic

ἀποσχοινίζω: μέλ. -σω, αποχωρίζω ή διαχωρίζω με σχοινί· γενικά, αποχωρίζω, διαχωρίζω, σε Δημ.

Middle Liddell

to separate by a cord: generally, to separate, Dem.